Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

Στρατιωτικά Κινήματα στην Ελλάδα


1.Το Κίνημα στο Γουδί
Τη νύχτα προς τη 15η Αυγούστου 1909, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος προχωρά στο ιστορικό κίνημα που θα αλλάξει την ιστορία της νεώτερης Ελλάδας.
Τον Ιούνιο του 1909, μπροστά στο φόβο πραξικοπήματος, η κυβέρνηση Δ. Ράλλη επιτέθηκε στο Στρατιωτικό Σύνδεσμο με ένα κύμα μεταθέσεων, καθώς και παραπομπή 12 αξιωματικών σε ανακριτικό συμβούλιο προς απόταξη.
Όταν η εφημερίδα Χρόνος, διερμηνεύοντας τις θέσεις του Συνδέσμου, επιτέθηκε κατά «της βουλευτικής φεουδαρχίας των κομματικών συμμοριών και των Αυλών», ζητώντας μεταρρυθμίσεις και απομάκρυνση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, καθώς και των πριγκίπων από το στράτευμα, ο Ράλλης προχώρησε σε συλλήψεις. Ο κύβος είχε ριφθεί. Στις 14 Αυγούστου, με μια παράτολμη ενέργειά του, ο Πάγκαλος απελευθερώνει τους κρατουμένους αξιωματικούς Σάρρο και Ταμπακόπουλο, προκαλώντας την οργή του Ράλλη, που διατάζει επιφυλακή και δεκάδες συλλήψεων. Τη νύχτα προς τη 15η Αυγούστου, ο Σύνδεσμος προχωρά στο Κίνημα στο Γουδί το οποίο επικρατεί άμεσα.
Το πρόγραμμα του Συνδέσμου, σε ήπιο τόνο, με γενικές ευχές για μεταρρυθμίσεις στο στρατό, τη διοίκηση και την παιδεία, απέκλειε ρητά κάθε περίπτωση καθεστωτικής αλλαγής, δικτατορίας, συνταγματικής τροποποίησης ή κατάργησης της κυβέρνησης. Ζητούσε απλώς την απομάκρυνση του Διαδόχου Κωνσταντίνου και των υπόλοιπων πριγκίπων από το στράτευμα και πρότεινε σειρά μέτρων για στρατιωτική αναδιοργάνωση.
Τους όρους των Επαναστατών αποδέχθηκε ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, που σχημάτισε κυβέρνηση μετά την παραίτηση του Ράλλη, οπότε και ο αρχηγός του Συνδέσμου, συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, έδωσε διαταγή στις επαναστατημένες μονάδες να γυρίσουν στις θέσεις τους, χωρίς έτσι να εγκαθιδρυθεί δικτατορία, σύμφωνα με τις παροτρύνσεις μεγάλης μάζας του λαού και του φοιτητικού κόσμου.
Το μεγαλειώδες συλλαλητήριο των συντεχνιών της Αθήνας και του Πειραιά, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου, έκανε πρόδηλη πλέον την υποστήριξη του λαού στις θέσεις του Συνδέσμου, ενώ η υποστήριξη που βρήκε το Κίνημα προκάλεσε την έντονη ανησυχία των πολιτικών κομμάτων, του Θρόνου και των Ξένων Δυνάμεων.

Πρόσκληση Βενιζέλου και Διάλυση του Συνδέσμου

Ο Σύνδεσμος δεν επιθυμούσε την εγκαθίδρυση δικτατορίας, αλλά παράλληλα δεν μπορούσε να ανεχθεί τον παλαιοκομματισμό που διακατείχε τον πολιτικό κόσμο. Έτσι, μετά από πρόταση του λοχαγού Σάρρου, ο υπολοχαγός Κονταράτος βολιδοσκόπησε τον Οκτώβριο του 1909 τον Ελευθέριο Βενιζέλο, γνωστό για τους αγώνες του στην Κρήτη. Ο Βενιζέλος έφθασε στον Πειραιά στις 28 Δεκεμβρίου 1909 και υπέδειξε τη μοναδική λύση: υπηρεσιακή κυβέρνηση και προκήρυξη εκλογών για Αναθεωρητική Βουλή. Στις 22 Ιανουαρίου 1910 αναχωρούσε για την Κρήτη, έχοντας θεμελιώσει την αναμόρφωση της πολιτικής ζωής.
Στη νέα κυβέρνηση Δραγούμη, ο Νικόλαος Ζορμπάς ανέλαβε Υπουργός Στρατιωτικών, ο Στέφανος Καλλέργης Εξωτερικών, ο δε Σύνδεσμος, μετά την προκήρυξη εκλογών για Αναθεωρητική Βουλή, διαλύθηκε, έχοντας επιτύχει τους σκοπούς του.

 

2. Κίνημα Εθνικής Αμύνης

Στις 21 Μαΐου του 1916 οι Γαλλικές δυνάμεις του Στρατηγού Σαρράιγ επέβαλλαν στρατιωτικό νόμο (παρά τις Αγγλικές διαφωνίες), κατέλαβαν το ταχυδρομείο, το τηλεγραφείο, το τηλεφωνείο, τον σιδηρόδρομο, το εργοστάσιο ηλεκτρικού ρεύματος και το εργοστάσιο φωταερίου. Ταυτόχρονα επέβαλλαν λογοκρισία στον τύπο, έκλεισαν δια της βίας 2 εφημερίδες και απέλασαν 5 Έλληνες αξιωματικούς με τους οποίους θεωρούσαν ότι δεν μπορούσαν να συνεργασθούν. Τον αρχηγό της χωροφυλακής σ/χη Τρουπάκη, τον διευθυντή αστυνομίας αν/χη Νιδριώτη, τον διοικητή Φρουρίου Θεσσαλονίκης σ/χη Μεσσαλά, τον επιτελάρχη του προηγουμένου αν/χη Γουβέλη και τον αρχηγό πυροβολικού σ/χη Μπουκλάκο. Στην ουσία κάθε έννοια Ελληνικής κυριαρχίας στα καταληφθέντα από τους Συμμάχους Ελληνικά εδάφη είχε καταργηθεί.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται τηλεγράφημα του ναυτικού ακολούθου της Γαλλίας αντιπλοιάρχου ντε Ροκφέιγ (Σεπτ. 1916): «Δεν τίθεται ζήτημα ανησυχίας μας δια τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδος διότι ουδέν μένει πλέον εν τη χώρα ταύτη όπερ να μην έχει παραβιασθεί».
Τον Απρίλιο του 1916 120.000 Σερβικού Στρατού μεταφέρθηκαν στο Μακεδονικό μέτωπο. Ταυτόχρονα ήρθαν στην Θεσσαλονίκη ο Σέρβος Βασιλιάς και η κυβέρνηση του. Με δεδομένη αυτή την κατάσταση και με ορατό τον κίνδυνο να ανακηρυχθεί η Θεσσαλονίκη από τους Συμμάχους πρωτεύουσα του Σερβικού κράτους, αποφασίσθηκε από την «Επιτροπή Εθνικής Αμύνης» στις 17 Αυγούστου του 1916 η κήρυξη του Κινήματος. Αντιπρόσωπος της Κρητικής Χωροφυλακής στην Επιτροπή αυτή ήταν ο μοίραρχος Δ. Κοκκαλάς. Η απόφαση πάρθηκε κυρίως κατόπιν των απειλών του στρατηγού Σαρράιγ για διορισμό Σέρβου νομάρχη στη Θεσσαλονίκη και παρά τις επιφυλάξεις για πιθανές αντιρρήσεις του Ε. Βενιζέλου.
Αρχικά ο αν/χης Μαζαράκης προσπάθησε, ανεπιτυχώς όμως, να παρασύρει στο Κίνημα την 11η Μοίρα ορειβατικού πυροβολικού που στρατωνιζόταν στο Μικρό Καραμπουρνού. Όλες οι οργανωμένες μονάδες του Στρατού παρέμειναν πιστές στην κυβέρνηση. Στο Κίνημα προσχώρησαν μόνο μεμονωμένοι αξιωματικοί και οπλίτες. Κυρίως αυτοί που προερχόταν από μονάδες του Τετάρτου Σώματος Στρατού και είχαν νοιώσει την ταπείνωση του να παραδώσουν αμαχητί Ελληνικά εδάφη στους Βουλγάρους. Ευτυχώς για τους κινηματίες η Κρητική Χωροφυλακή κατόρθωσε μόνη της στην ουσία να επικρατήσει στη Θεσσαλονίκη και να εδραιώσει το Κίνημα. Αρκετοί αξιωματικοί της ήταν ήδη μυημένοι στα της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης. Μετά την προκήρυξη της Επιτροπής, πρώτος στασίασε ο 2ος λόχος βρακοφόρων του τάγματος χωροφυλακής στρατού εκστρατείας με διοικητή τον ανθυπομοίραρχο Εμμανουήλ Τσάκωνα. Ακολούθησαν οι μοιραρχίες της Κρητικής Χωροφυλακής. Η πρώτη μοιραρχία με διοικητή τον μοίραρχο Α' τάξεως Ευάγγελο Σαρρή, η δεύτερη μοιραρχία με διοικητή τον μοίραρχο Παυλίδη, η Αστυνομική Διεύθυνση με διοικητή τον ταγματάρχη Πανουσόπουλο κ. ο. κ.. Όλοι οι Αξιωματικοί και οι οπλίτες της Κρητικής Χωροφυλακής συμμετείχαν στο Κίνημα και μάλιστα αυθόρμητα. Ίσως αξίζει να σημειωθεί πως την εποχή του Κινήματος αναφέρεται ότι υπηρετεί ακόμη στην Κρητική Χωροφυλακή και συμμετέχει στο Κίνημα (για άλλους προφανώς λόγους) ο Ιταλός υπομοίραρχος Φαρρούγκιο. Τέλος, ο αντισυνταγματάρχης του ιππικού Επ. Ζυμβρακάκης, από τα ιδρυτικά μέλη της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης (και του κινήματος στο Γουδί), ανέλαβε την ηγεσία των συγκεντρωθέντων κινηματιών και αφού τους οδήγησε στο Γενικό Στρατηγείο, ανακοίνωσε στον Στρατηγό Σαρράιγ ότι οι επαναστάτες τάσσονται κάτω από τις διαταγές του.
Ο Βρετανός αξιωματικός Price C. Ward στο έργο του «The Story Of The Salonica Army» γράφει σχετικά, αναφερόμενος στο Κίνημα της «Εθνικής Αμύνης»: «Ο στρατηγός Sarrail δέχθηκε τις προσφερόμενες υπηρεσίες μια που ήδη είχε την συνήθεια να δέχεται Έλληνες εθελοντές από τότε που οι Βούλγαροι ήρθαν στην Ελλάδα».
Γράφει σχετικά ο Αλέξανδρος Ζάννας, μέλος της Επιτροπής Εθνικής Αμύνης: «Η κατάστασις ήταν περίεργη. Εμείς οι επαναστατήσαντες είχαμε καταλάβει ολόκληρη την πόλη της Θεσσαλονίκης στις 17-8-16 βασιζόμενοι στη δύναμη της Κρητικής Χωροφυλακής». Ο Νομάρχης Αθηνογένης και ο Εισαγγελεύς Εφετών ανάγκασαν τον επιτελάρχη του Γ' Σ.Σ. σ/χη Ν. Τρικούπη να μη προβεί άμεσα σε απόπειρα βίαιης καταστολής του κινήματος χρησιμοποιώντας τις μονάδες της ενδέκατης Μεραρχίας.
Ακολούθησαν ώρες αγωνίας όταν οι επαναστάτες περικύκλωσαν τις νομιμόφρονες μονάδες. Οι απώλειες από τις σποραδικές συγκρούσεις ήταν μόνο 3 νεκροί και 7 τραυματίες. Την επομένη το μεσημέρι τα Γαλλικά στρατεύματα ανάγκασαν τους πιστούς στον Βασιλιά Έλληνες στρατιώτες να παραδοθούν. Ακολούθως, το Κίνημα επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις της Μακεδονίας, την Κρήτη και τα νησιά, με πρωτοστατούντες αξιωματικούς της Κρητικής Χωροφυλακής, όπως ο μοίραρχος Βούρος, στη Βέροια.
Έτσι η Κρητική Χωροφυλακή έδωσε την δυνατότητα στον Ε. Βενιζέλο να βγει στον πόλεμο στο πλευρό των Αγγλογάλλων, και απέτρεψε την επαπειλούμενη πιθανότητα να γίνει η Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα Σλαβικού Βασιλείου.
3.11 Σεπτεμβρίου 1922, Το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 από τους Νικόλαο Πλαστήρα, Στυλιανό Γονατά και Δ. Φωκά.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, ξέσπασε Κίνημα του Στρατού και του Ναυτικού στη Χίο και τη Λέσβο και σχηματίστηκε Επαναστατική Επιτροπή από τους πρωτεργάτες της, τους Συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα, ως εκπρόσωπο του στρατού της Χίου, και Στυλιανού Γονατά, ως εκπρόσωπο του στρατού της Λέσβου, και τον Αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά, ως εκπρόσωπο του Ναυτικού.
 Η στρατιωτική ήττα και η καταστροφή του ελληνικού στοιχείου στην Μικρά Ασία, είχαν συγκλονίσει το πανελλήνιο και είχαν προκαλέσει τη γενική κατακραυγή εναντίον των υπευθύνων. Η κυβέρνηση Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη παραιτήθηκε και στις 28 Αυγούστου τη διαδέχτηκε κυβέρνηση του Νικόλαου Τριανταφυλλάκου. Η μεταβολή δεν είχε πιά κανένα νόημα. Στα στρατιωτικά τμήματα που είχαν διασωθεί και είχαν περάσει στη Χίο και τη Λέσβο, καθώς και στις μονάδες του Ναυτικού της περιοχής, η αγανάκτηση είχε κορυφωθεί.
 Στις 11 Σεπτεμβρίου οι Κινηματίες κύρηξαν Επανάσταση. Την επόμενη μέρα, τα επαναστατημένα στρατεύματα επιβιβάστηκαν σε εμπορικά πλοία και με τη συνοδεία πολεμικών έπλευσαν στην Αθήνα. Πρίν ακόμη το αποβατικό σώμα φτάσει στην Αττική, στρατιωτικό αεροπλάνο έριξε στην πρωτεύουσα προκηρύξεις της Επαναστατικής Επιτροπής με τις οποίες οι Κινηματίες ζητούσαν την παραίτηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ υπέρ του Διαδόχου, τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, το σχηματισμό πολιτικά αχρωμάτιστης κυβέρνησης, που θα είχε την εμπιστοσύνη των συμμάχων της Αντάντ, και την άμεση ενίσχυση του Θρακικού Μετώπου.
 Στις 13 Σεπτεμβρίου τα πλοία με το στρατό έφτασαν στο Λαύριο και την επομένη ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ παραιτήθηκε και έφυγε για την Ιταλία. Βασιλιάς ανακηρύχτηκε ο γιός του και Διάδοχος Γεώργιος Β΄. Στις 15 Σεπτεμβρίου τα επαναστατικά στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα, όπου ματαίωσαν την προσπάθεια του αποστρατευμένου υποστράτηγου Θεόδωρου Πάγκαλου να επωφεληθεί από την επανάσταση και να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, και σύντομα σχηματίστηκε πολιτική κυβέρνηση με πρόεδρο το Σ. Κροκιδά. Την εξουσία όμως είχε ουσιαστικά η Επαναστατική Επιτροπή (Αρχηγός της ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας), που ανέθεσε τη διεθνή εκπροσώπηση της Χώρας στον Ελευθέριο Βενιζέλο.
 4.22 Οκτωβρίου 1923, Το Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη. από τους Λεοναρδόπουλο,Γαργαλίδη και Ζήρα, αποτυχημένο
Στις 22 Οκτωβρίου 1923, τρεις μόλις μέρες μετά την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών για τις 16 Δεκεμβρίου 1923, ξέσπασε στρατιωτικό κίνημα με ηγέτες τους Υποστρατήγους Γεώργιο Λεοναρδόπουλο και Παναγιώτη Γαργαλίδη και το Συνταγματάρχη Γ. Ζήρα.
Χρονικό Ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε στην οργάνωση και την εκδήλωση του κινήματος μια ομάδα μοναρχικών αξιωματικών, γνωστή ως " Οργάνωση Ταγματαρχών ", που βρισκόταν σε άμεση επαφή με τον Ι. Μεταξά. Οι κινηματίες προσκαλούσαν την Επαναστατική Κυβέρνηση να διαλυθεί. Οι Κινηματίες είχαν κατορθώσει να προσεταιριστούν τις περισσότερες στρατιωτικές μονάδες στη Μακεδονία και τη Θράκη, περιοχές που είχε αναλάβει να κινητοποιήσει ο Γ. Ζήρας, καθώς και όλες τις στρατιωτικές φρουρές της Πελοποννήσου, που οι αξιωματικοί τους ήταν, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, αντιβενιζελικοί. Ακόμη, εκδηλώθηκαν υπέρ του Κινήματος και μονάδες του Ε΄ Σώματος Στρατού στην Ήπειρο. Πιστές στην Επαναστατική Κυβέρνηση έμειναν οι φρουρές της Αθήνας , της Θεσσαλονίκης, της Λάρισας και των Ιωαννίνων, καθώς και το Ναυτικό.
 Η Επαναστατική Κυβέρνηση, που αρχικά αιφνιδιάστηκε, αντέδρασε πολύ γρήγορα και δυναμικά. Ο Νικόλαος Πλαστήρας αφού χαρακτήρισε το Κίνημα «προδοτική πράξη», κήρυξε το στρατιωτικό νόμο και κινητοποίησε τις στρατιωτικές μονάδες που είχαν μείνει πιστές στη κυβέρνηση. Η επίκληση ενότητας και η επίκληση των εκλογών, που είχαν προκηρυχτεί για το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αλλά και η αποφασιστικότητα που έδειξε η κυβέρνηση, μετά την αρχική εφεκτική στάση του πρωθυπουργού Στ. Γονατά, απομόνωσαν τους Κινηματίες. Ο βενιζελικός κόσμος, πολλές οργανώσεις, η ηγεσία του στρατεύματος, ακόμα και η Ιερά Σύνοδος, τάχθηκαν με το μέρος της κυβέρνησης και αποδοκίμασαν το Κίνημα. Ταυτόχρονα, με την επίδειξη ισχύος, η κυβέρνηση άφησε να εννοηθεί, στα διαγγέλματά της προς το λαό και το στρατό, ότι είχε πρόθεση να ανακινήσει και να λύσει το πολιτειακό. Οι σχέσεις των Κινηματιών με βασιλικούς κύκλους, και ιδιαίτερα με τον Ιωάννη Μεταξά και τα Ανάκτορα, θεωρήθηκαν ενοχοποιητικά στοιχεία για τον Βασιλιά Γεώργιο Β΄.
 Στην πόλη της Θεσσαλονίκης, το Κίνημα δεν είχε προλάβει να εκδηλωθεί. Αξιωματικοί πιστοί στην κυβέρνηση, όπως ο Γεώργιος Κονδύλης, ο Ευριπίδης Μπακιρτζής, ο Στ. Σαράφης, ο Δ. Ψαρρός κ.ά. είχαν πληροφορηθεί τις κινήσεις των συνωμοτών και πρόλαβαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Στη συνέχεια, αντιμετώπισαν τις στρατιωτικές δυνάμεις που οδηγούσε εναντίον της πόλης ο Συνταγματάρχης Ζήρας και τις ανάγκασαν να παραδοθούν. Ο ίδιος ο Ζήρας κατέφυγε στη Γιουγκοσλαβία. Στο νότο, οι Λεοναρδόπουλος και Γαργαλίδης, αφού συγκέντρωσαν στρατιωτικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο, πέρασαν τον Ισθμό και βάδισαν προς την Αθήνα. Τελικά, όμως, κυκλώθηκαν από κυβερνητικά στρατεύματα και αναγκάστηκαν να παραδοθούν, στις 27 Οκτωβρίου, άνευ όρων. Οι δύο ηγέτες του Κινήματος, Γεώργιος Λεοναρδόπουλος και Παναγιώτης Γαργαλίδης, καταδικάσθηκαν από στρατοδικείο σε θάνατο, αλλά η ποινή δεν εκτελέστηκε και αργότερα αμνηστεύθηκαν. Ο Ιωάννης Μεταξάς, που στη διάρκεια του Κινήματος βρισκόταν στην Κόρινθο, κατόρθωσε να διαφύγει κρυφά στην Ιταλία.
Αίτια Οι ηγέτες και, γενικότερα, οι πρωταγωνιστές του Κινήματος είχαν διάφορη πολιτική προϊστορία και τοποθέτηση. Ο Υποστράτηγος Γεώργιος Λεοναρδόπουλος ήταν βενιζελικός και είχε πάρει μέρος στο Κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη το 1916. Ήταν όμως προσωπικά δυσαρεστημένος εναντίον του Θεόδωρου Πάγκαλου, που τον είχε απομακρύνει από τη διοίκηση του Γ΄ Σώματος Στρατού. Από την άλλη, ο συνταγματάρχης Ζήρας, ο Μεταξάς και η «Οργάνωση των Ταγματαρχών» ήταν στοιχεία σαφώς αντιβενιζελικά. Από αντιβενιζελικά αισθήματα διαπνέονταν και οι περισσότεροι αξιωματικοί που ακολούθησαν το Κίνημα, ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο. Ένα κοινό στοιχείο που ένωνε τους ηγέτες του Κινήματος ήταν η φιλοδοξία τους να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα.
 Συνέπειες Ανεξάρτητα απο τα κίνητρα και τους στόχους του, η εκδήλωση και η αποτυχία του Κινήματος του 1923 είχαν ιδιαίτερα σημαντικές συνέπειες και επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές εξελίξεις της χώρας, επιταχύνοντας την πορεία της προς την πολιτειακή μεταβολή. Η αντιβενιζελική παράταξη δέχτηκε σοβαρό πλήγμα, ένα χρόνο μετά τον αποκεφαλισμό της, από τον οποίο δεν μπόρεσε να συνέλθει παρά δέκα χρόνια αργότερα. Στο στρατό απομακρύνθηκαν περισσότεροι από 1200 αντιβενιζελικούς αξιωματικούς για συμμετοχή ή επειδή απλώς ευνόησαν το Κίνημα ή επειδή δεν έσπευσαν να το καταδικάσουν. Ήταν μια εκκαθάριση στο στράτευμα, την οποία οι βενιζελικοί αξιωματικοί επιζητούσαν από το 1922 και την πέτυχαν μόνο μετά την αποτυχία του Κινήματος που είχε εκδηλωθεί εναντίον της Επανάστασης του 1922.
 Το Κίνημα και η καταστολή επέτειναν τις διασπαστικές τάσεις που διαγράφονταν στη βενιζελική παράταξη και όξυναν τις αντιθέσεις μεταξύ των δύο πτερύγων της, της συντηρητικής πλειοψηφίας και της προοδευτικής μειοψηφίας. Βασικό διαφοροποιό κριτήριο, και προοδευτικά διασπαστικό στοιχείο των δύο μερίδων, ήταν το ζήτημα του πολιτεύματος και η θέση τους στο ζήτημα αυτό.
 Το κίνημα απέτυχε και παρέτεινε την πολιτική ανωμαλία καθώς και την ισχύ του στρατιωτικού νόμου και την απαγόρευση έκδοσης των αντιβενιζελικών εφημερίδων. Μέσα σε κλίμα έντασης έγιναν οι βουλευτικές εκλογές στις 16 Δεκεμβρίου 1923 για την ανάδειξη της Δ΄ Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης. Στις εκλογές, από τις οποίες δήλωσε αποχή η αντιβενιζελική παράταξη, εκλέχτηκαν βουλευτές μόνο από τη βενιζελική παράταξη. Τρεις μέρες αργότερα, στις 19 Δεκεμβρίου 1923, με υπόδειξη της κυβέρνησης Γονατά, ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ έφυγε προσωρινά από την Ελλάδα, ώσπου να αποφασιστεί η τύχη του πολιτεύματος, και ορίστηκε Αντιβασιλέας ο Παύλος Κουντουριώτης.

5.25 Ιουνίου 1925, To Κίνημα Πάγκαλου 25ης Ιουνίου 1925, ανάληψη της εξουσίας από τον Θεόδωρο Πάγκαλο.
Στις 25 Ιουνίου 1925, εκδηλώθηκε το Στρατιωτικό Κίνημα του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου, που το βοήθησε να επικρατήσει η χαλαρή αντίδραση της κυβέρνησης Ανδρέα Μιχαλακόπουλου, η οποία δίστασε να το αντιμετωπίσει δυναμικά. Ο Πάγκαλος, αμέσως μετά την επικράτησή του, σχημάτισε κυβέρνηση που πήρε ψήφο εμπιστοσύνης στη συνέλευση, αλλά πολύ γρήγορα εγκατέλειψε τα δημοκρατικά προσχήματα.
 Μιά πρώτη ένδειξη των πραγματικών διαθέσεων ήταν το διάταγμα της 13 Ιουλίου 1925 για την «κατοχύρωση του Δημοκρατικού Πολιτεύματος» , με το οποίο παραπέμπονταν σε στρατοδικεία όσοι μετέδιδαν ειδήσεις που διατάρασσαν τη δημόσια τάξη ή στρέφονταν κατά κάποιο τρόπο εναντίον της κυβέρνησης. Σε εφαρμογή του άρχισαν διώξεις δημοσιογράφων και εφημερίδων, όπως της «Εστίας», της «Καθημερινής» και του «Ριζοσπάστη».
 Η εκβιαστική άνοδος του Θεόδωρου Πάγκαλου στην εξουσία και η συνακόλουθη νομιμοποίησή του από τη Συνέλευση μπορούν να εξηγηθούν μόνο στο φως της σοβαρής χαλάρωσης των κοινοβουλευτικών αρχών, καθώς και της εξίσου σοβαρής φθοράς της Συνέλευσης, η οποία αδυνατούσε να εξελιχτεί σε ουσιαστική αντιπροσωπευτική εξουσία, όπως αδυνατούσε να εκπληρώσει τη Συντακτική αποστολή της. Ο Πάγκαλος εκμεταλλεύτηκε το έντονα αντικομουνιστικό κλίμα, που είχε δημιουργηθεί από τις αλλεπάλληλες απεργίες και άλλες εργατικές εκδηλώσεις, και τον πανικό του αστικού κόσμου, για να καταλάβει την εξουσία, ενώ ο αστικός πολιτικός κόσμος εύκολα συγκατατέθηκε να του δώσει πίστωση χρόνου, προκειμένου να επιβάλει μια σειρά αντιδημοκρατικών μέτρων, τα οποία οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις απεύφευγαν για ευνόητους λόγους.
Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Στις 29 Σεπτεμβρίου 1925 διαλύθηκε η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση και προκηρύχθηκαν εκλογές για τον Ιανουάριο του 1926. Οι εκλογές όμως αυτές δεν έγιναν, γιατί στις 4 Ιανουαρίου 1926, ο Θεόδωρος Πάγκαλος δήλωσε ότι αναλάμβανε προσωπικά την άσκηση της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, επιβάλλοντας έτσι απροκάλυπτα δικτατορικό καθεστώς. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις ενέργειες αυτές ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Παύλος Κουντουριώτης, παραιτήθηκε τον Μάρτιο του 1926 και ο Πάγκαλος προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου. Στις εκλογές αυτές, που έγιναν στις 4 και 11 Απριλίου 1926, τα πολιτικά κόμματα δήλωσαν αποχή και ο Πάγκαλος εκλέχτηκε Πρόεδρος, ως μόνος υποψήφιος, και ορκίστηκε στις 18 Απριλίου 1926.
 Στο μεταξύ το δικτατορικό καθεστώς γινόταν ολοένα και πιο καταπιεστικό, εξαιτίας της προοδευτικής εγκατάλειψής του από τους αρχικούς πολιτικούς υποστηρικτές του και της αυξανόμενης αντίδρασης ή δυσφορίας της κοινής γνώμης.
 Η έλλειψη λαϊκών ερεισμάτων και πολιτικών συμμάχων ή υποστηρικτών ανάγκασε το καθεστώς να στραφεί προς την αντίπαλη παράταξη, από την οποία απέσπασε μια μερίδα. Στις 19 Ιουλίου 1926, ορκίστηκε κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Αθανάσιο Ευταξία, που περιελάμβανε στις τάξεις της κυρίως αντιβενιζελικά στοιχεία.
6.22 Αυγούστου 1926, Το Κίνημα Κονδύλη 22ης Αυγούστου 1926 ανατροπή του Πάγκαλου από τον Γεώργιο Κονδύλη.
 Ανατροπή Η βενιζελική πολιτική ηγεσία δεν ήταν πια διατεθειμένη να ανεχθεί τον Πάγκαλο. Το Κίνημα του Γεωργίου Κονδύλη στις 22 Αυγούστου 1926 κατόρθωσε να ανατρέψει τον δικτάτορα. Ο Κονδύλης χρησιμοποίησε στο Κίνημά του τα «Δημοκρατικά Τάγματα», δηλαδή τους πραιτωριανούς που είχε χρησιμοποιήσει ο ίδιος ο Θεόδωρος Πάγκαλος, για να καταλάβει την εξουσία και να διατηρηθεί σ' αυτήν.
  7.6 Μαρτίου 1933, Το Κίνημα Πλαστήρα 6ης Μαρτίου 1933 από τον Νικόλαο Πλαστήρα, αποτυχημένο.
Τα ξημερώματα της 6 Μαρτίου 1933, την επόμενη των Βουλευτικών Εκλογών της 5ης Μαρτίου, εκδηλώθηκε Στρατιωτικό Κίνημα με πρωταγωνιστή τον Νικόλαο Πλαστήρα, που είχε σκοπό να εμποδίσει το Λαϊκό Κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση. Η Ηνωμένη Αντιπολίτευση, ένας αντιβενιζελικός συνασπισμός με ηγέτη τον Παναγή Τσαλδάρη του Λαϊκού Κόμματος, ήταν νικήτρια των εκλογών της 5ης Μαρτίου.
 Το Κίνημα αυτό, το οποίο δε φαίνεται να προσπάθησε σοβαρά να το αποτρέψει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, απέτυχε και κατάφερε σοβαρότατο χτύπημα κατά της βενιζελικής παράταξης, της συνταγματικής νομιμότητας, του κοινοβουλευτικού θεσμού και της αβασίλευτης δημοκρατίας, για τη σωτηρία της οποίας επιχειρήθηκε. Μετά την αποτυχία του Κινήματος, ο Πλαστήρας πρόλαβε να διαφύγει στο εξωτερικό.Στη νέα βουλή ο Ιωάννης Μεταξάς κατηγόρησε ώς ηθικό αυτουργό του Κινήματος της 6ης Μαρτίου το Βενιζέλο και, όταν ο τελευταίος θέλησε να αντικρούσει την κατηγορία, ομάδες εγκάθετων τον εμπόδισαν να μιλήσει, με αποτέλεσμα να δημιουργηθουν σοβαρά επεισόδια μέσα στη Βουλή. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο, όταν, στις 6 Ιουνίου επιχειρήθηκε δολοφονική απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου στη λεωφόρο Κηφισίας.
 8.1 Μαρτίου 1935, Το Κίνημα 1ης Μαρτίου 1935 από τον Νικόλαο Πλαστήρα και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, αποτυχημένο.
To 1935 ήταν ένα έτος ραγδαίων εξελίξεων. Οι πολιτικές εξελίξεις του έτους αυτού, καθώς και των επόμενων προπολεμικών ετών, σημαδεύτηκαν από το Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935, με πρωταγωνιστές από τη μιά τους κινηματίες βενιζελικούς αξιωματικούς και από την άλλη την ανιβενιζελική κυβέρνηση, και ιδιαίτερα ορισμένα στοιχεία που απεργάστηκαν την πολιτειακή αλλαγή λίγους μήνες αργότερα.
 Αίτια Το Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 ήταν η συνισταμένη των συνωμοτικών ενεργειών διάφορων κύκλων και οργανώσεων της βενιζελικής παράταξης, που απέβλεπαν στην αποτροπή της παλινόρθωσης της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Πίσω από το στόχο αυτό βρισκόταν η επιθυμία των απότακτων βενιζελικών αξιωματικών να ξαναγυρίσουν στο στράτευμα και να προχωρήσουν σε ριζικές εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων καθώς και η επιδίωξη των πολιτικών της ίδιας παράταξης να επανέλθουν στην εξουσία.
 Οι ανησυχίες των βενιζελικών για το μέλλον της αβασίλευτης δημοκρατίας, δεν ήταν ίσως απόλυτα δικαιολογημένες, επειδή, παρ΄ όλες τις προκλήσεις των φανατικών βασιλικών, το πολίτευμα δεν κινδύνευε σοβαρά, πολύ λιγότερο μάλιστα απο τους φανατισμένους εχθρούς του, που αποτελούσαν μιά ανίσχυρη μειοψηφία. Το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο στέγαζε τη μεγάλη πλειοψηφία των παλιών βασιλοφρόνων, είχε αναγνωρίσει το 1932 την αβασίλευτη δημοκρατία και είχε αναλάβει να εργαστεί στα πλαίσια αυτού του πολιτεύματος. Μονολότι η ηγεσία και ο συμπολιτευόμενος τύπος αρνούνταν να αποκηρύξουν τη βασιλευόμενη δημοκρατία, η άρνησή τους αυτή είχε σχέση μάλλον με την εύλογη επιθυμία να μην προκαλέσουν μια μερίδα των ψηφοφόρων τους και όχι τόσο με τη φανατική τους προσήλωση στο βασιλικό θεσμό.
 Από τα αίτια του κινήματος ξεχωρίζουν δύο:
 α) η απόπειρα του Ιουνίου 1933 κατά της ζωής του Βενιζέλου και τον αντίκτυπό της στη νοοτροπία και τις ενέργειες του γηραιού πολιτικού.
 β) στη σταδιακή αποστέρηση των ερεισμάτων της βενιζελικής - δημοκρατικής παράταξης στο στράτευμα, ιδιαίτερα με αφορμή το Κίνημα Πλαστήρα 6ης Μαρτίου 1933.
 Η απόπειρα του 1933 έπεισε το Βενιζέλο ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοί του δέ θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε μέσο προκειμένου να τον εξοντώσουν και η πεποίθησή του αυτή, καθώς και η πίστη του ότι η παράταξή του και η χώρα γενικά χρειάζονταν τις υπηρεσίες του, ασφαλώς συνέλαβαν στη λήψη αποφάσεων που μόνο ατυχείς μπορούν να χαρακτηριστούν. Η από μέρους του ενθάρρυνση και υπόθαλψη συνωμοτικών οργανώσεων στο στρατό, με ανομολόγητο αλλά πραγματικό σκοπό την προάσπιση της βενιζελικής σύνθεσης του στρατεύματος, πρόδιδαν έλλειψη αυτοκυριαρχίας. Τέτοιες οργανώσεις ήταν η «Ελληνική Στρατιωτική Οργάνωση» (ΕΣΟ) και η «Δημοκρατική Άμυνα». Η πρώτη συγκροτήθηκε από αξιωματικούς που υπηρετούσαν στο στρατό και από τα ηγετικά στελέχη της ήταν ο αντισυνταγματάρχης Χριστόδουλος Τσιγάντες, ο αδελφός του λοχαγός Ιωάννης Τσιγάντες, ο συνταγματάρχης Στέφανος Σαράφης και άλλοι. Σκοπός της οργάνωσης ήταν να εμποδίση τον Γεώργιο Κονδύλη να επιβάλει με δικό του κίνημα δικτατορία, αλλά και να ετοιμάσει αντίστοιχα στρατιωτικό κίνημα, για να αποτρέψει ενδεχόμενη μεταβολή του πολιτεύματος. Η δεύτερη οργάνωση, η «Δημοκρατική Άμυνα», συγκροτήθηκε από αποστρατευμένους κυρίως βενιζελικούς αξιωματικούς. Ηγέτες της ήταν οι στρατηγοί Άν. Παπούλας και Στυλιανός Γονατάς αλλά πραγματικός αρχηγός ο Νικόλαος Πλαστήρας, αυτοεξόριστος στη Γαλλία μετά την αποτυχία του κινήματος που είχει οργανώσει το 1933.
 Τους φόβους του Βενιζέλου, και γενικότερα της ηγεσίας της βενιζελικής παράταξης, ενίσχυαν οι κατά καιρούς αποτάξεις βενιζελικών αξιωματικών και εμφανείς στόχοι των κρατούντων μετά το 1932 να απομακρύνουν τους αντιπάλους τους από το στράτευμα και τον κρατικό μηχανισμό γενικά και να τους υποκαταστήσουν σε κάθε τομέα και με κάθε μέσο. Γενικότερα, επρόκειτο για την αντίδραση μιάς πολιτικής ηγεσίας που είχε ταυτιστεί με την εξουσία και το κράτος, ύστερα από μακροχρόνια και μονοκαμματική διακυβέρνηση, και αρνιόταν να εγκαταλείψει την εξουσία και να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στους αντιπάλους της για την εγκαθίδρυση ανάλογου μακροχρόνιου και μονοκομματικού καθεστώτος.
 Η επίκληση πολιτικών και πολιτειακών αρχών και οι αναφορές στον εθνικό διχασμό έδιναν την απαραίτητη ιδεολογική υπόσταση στον αγώνα της ολοκληρωτικής επικράτησης. Η ηγεσία αυτή προτιμούσε να παραμένει δέσμια ενός ιδεολογικού επιφαινόμενου, το οποίο δεν ανταποκρινόταν στις πολιτικοκοινωνικές τομές και τα προβλήματα της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αναζωπύρωση του διχασμού συμπίπτει χρονικά με την πρώτη, ύστερα από δέκα χρόνια μονοκομματικής βενιζελικής διακυβέρνησης, αποτελεσματική πρόκληση εκ μέρους της αντιπολίτευσης. Οι αναφορές στους κινδύνους που απειλούσαν την αβασίλευτη δημοκρατία άρχισαν να πληθαίνουν και να εντείνονται από τότε που το Λαϊκό Κόμμα αναγνώρισε το πολίτευμα και ανέλαβε να το σεβαστεί, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση.
 Το Κίνημα Οι Κινηματίες της 1ης Μαρτίου 1935 απέβλεπαν στην κατάληψη του στόλου, ο οποίος, σύμφωνα με τα σχέδιά τους, θα έπαιξε βασικό ρόλο στην επιτυχία του κινήματος. Στόχος τους ήταν ακόμη οι στρατιωτικές δυνάμεις που έδρευαν στη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα, και τις οποίες θα έθεταν κάτων από τον έλεγχό τους. Με τον έλεγχο του στόλου, των φρουρών Θεσσαλονίκης και Καβάλας και την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου στη διάθεσή τους, οι κινηματίες θα σχημάτιζαν προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, άν στο μεταξύ δεν υπέβαλλε παραίτηση η κυβέρνηση στην Αθήνα, όπου οι μυημένοι αξιωματικοί θα προσπαθούσαν να θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους τις φρουρές της πρωτεύουσας για τη δημιουργία αντιπερισπασμού.
 Το κίνημα απέτυχε στην πρώτη και κρίσιμη φάση του, όταν ο στόλος, αντί για τη Θεσσαλονίκη, κατευθύνθηκε προς την Κρήτη, όπου ο Βενιζέλος ανέλαβε την ηγεσία του κινήματος, όχι όμως χωρίς ενδοιασμούς. Οι φρουρές στη Βόρεια Ελλάδα επαναστάτησαν με μεγάλη καθυστέρηση, και της πρωτεύουσας τέθηκαν και πάλι κάτω απο κυβερνητικό έλεγχο, ευθύς μετά την εκδήλωση του κινήματος. Στο μεταξύ η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη αντέδρασε δυναμικά, αναθέτοντας την καταστολή του κινήματος στον Υπουργό Στρατιωτικών Γεώργιο Κονδύλη και προσλαμβάνοντας τον Ιωάννη Μεταξά ώς Υπουργό Άνευ Χαρτοφυλακίου. Ο Κονδύλης, με έδρα του τη Θεσσαλονίκη, κατέπνιξε γρήγορα το κίνημα στη Μακεδονία μετά από μιά σειρά συγκρούσεων και ο ηγέτης των επαναστατών στην περιοχή υποστράτηγος Καμμένος, διοικητής του Δ΄ Σώματος Στρατού στην Καβάλα, αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο στις 11 Μαρτίου στη Βουλγαρία. Τελικά παραδόθηκε και ο στόλος, ενώ ο Βενιζέλος κατέφυγε στην Κάσο των ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων και εζήτησε πολιτικό άσυλο. Ουσιαστικά, το κίνημα κατέρρευσε, γεγονός που οφειλόταν στην έλλειψη γενικά αποδεκτού στρατιωτικού αρχηγού, στον ελαττωματικό σχεδιασμό και την κακή εκτέλεση των σχεδίων, στις αντιζηλίες των διαφόρων ομάδων και στην έλλειψη συντονισμού. Τέλος, το κίνημα δεν είχε παρά ελάχιστη απήχηση στο λαό, ο οποίος ένιωθε δυσφορία και κόπωση από τις αυθαίρετες επεμβάσεις των στρατιωτικών στην πολιτική.
Συνέπειες του Κινήματος Οι συνέπειες του κινήματος ήταν σοβαρές τόσο για την βενιζελική παράταξη όσο και για τη χώρα γενικά. Ο μεγάλος εθνικός ηγέτης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα ως κινηματίας, για να πεθάνει ένα χρόνο αργότερο αυτοεξόριστος στο Παρίσι. Οι πολιτικοί ηγέτες της βενιζελικής παράταξης, συμπεριλαμβανομένων του Βενιζέλου και του Πλαστήρα, που καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε διάφορες βαριές ή ελαφριές ποινές, σε μια επίδειξη εκδικητικών διαθέσεων εκ μέρους των κρατούντων. Η στρατιωτική ηγεσία του κινήματος, μεταξύ των οποίων ανώτεροι αξιωματικοί, όπως ο Στέφανος Σαράφης και αδελφοί Τσιγάντε, δικάσθηκαν από έκτατα στρατοδικεία, καταδικάστηκαν, ταπεινώθηκαν δημόσια και αποτάχθηκαν από το στράτευμα. Αποφεύχθηκαν οι αθρόοες εκτελέσεις - εκτελέστηκαν τρείς αξιωματικοί μόνο, ο επίλαρχος Στ. Βολάνης και οι στρατηγοί Αν. Παπούλας και Μιλ. Κοιμήσης, όχι αναγκαστικά οι περισσότεροι υπεύθυνοι - όταν υπερίσχυσαν προς στιγμή μετριοπαθή στοιχεία της κυβέρνησης και της αντιβενιζελικής παράταξης γενικά.
 Το σπουδαιότερο όμως, από την άποψη των μακροπρόθεσμων συνεπειών, ήταν ότι αποτάχθηκε ένα μεγάλο και ασφαλώς το σπουδαιότερο μέρος των βενιζελικών - δημοκρατικών αξιωματικών του στρατού και του ναυτικού. Η απόταξη των βενιζελικών αξιωματικών, περισσότερο από κάθε άλλη ενέργεια ή μέτρο της νικήτριας παράταξης, εξουδετέρωσε τα ερείσματα της βενιζελικής παράταξης στο στράτευμα και διευκόλυνε όχι μόνο την παραμονή της αντιβενιζελικής παράταξης στη εξουσία, αλλά και τη σταδιακή δημιουργία μονοκομματικού κράτους. Αποφασισμένη να προχωρήσει στην ολοκληρωτική εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού, από τα βενιζελικά στοιχεία, η κυβέρνηση Τσαλδάρη κατάργησε την ισοβιότητα των δικαστικών και ανέστειλε τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Ακόμα, κατάργησε τη Γερουσία, διέλυσε τη Βουλή και προκήρυξε εκλογές Συντακτικής Συνέλευσης για τον Ιούνιο του 1935.
 9.10 Οκτωβρίου 1935, Το Κίνημα Κονδύλη 10ης Οκτωβρίου 1935 από τους Παπάγο, Ρέππα και Οικονόμου που έφερε πίσω τον Γεώργιο Β΄.
Στις 10 Οκτωβρίου 1935 εκδηλώθηκε φιλοβασιλικό Στρατιωτικό Κίνημα, οργανωμένο από τον Γεώργιο Κονδύλη, που επικράτησε αμέσως αναίμακτα. Συγκεκριμένα, οι Αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων, υποστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, πτέραρχος Γ. Ρέππας και υπονάυαρχος Δ. Οικονόμου, αξίωσαν τηλεσιγραφικά από τον πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη να παραιτηθεί, πράγμα που ο τελευταίος υποχρεώθηκε να κάνει, γιατί δεν είχε καμιά δυνατότητα να ενεργήσει διαφορετικά.
 Αμέσως σχηματίστηκε κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Γεώργιο Κονδύλη και Υπουργό Στρατιωτικών τον Αλέξανδρο Παπάγο και την ίδια μέρα παρουσιάστηκε στη συνεδρίαση της Βουλής (Ε΄ Συντακτική Εθνοσυνέλευση), που ήταν η εναρκτήρια μετά τις θερινές διακοπές, και ορκίστηκε. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την κατάληψη της εξουσίας ο Τσαλδάρης και οι 165 βουλευτές του κόμματός του αποχώρησαν από τη συνεδρίαση. Οι 82 βουλευτές που έμειναν ενέκριναν Ψήφισμα της Κυβέρνησης Κονδύλη, σύμφωνα με το οποίο καταργήθηκε το πολίτευμα της αβασίλευτης δημοκρατίας, επαναφέρθηκε προσωρινά σε ισχύ το Σύνταγμα του 1911 και ορίστηκε η διεξαγωγή Δημοψηφίσματος για τις 3 Νοεμβρίου. Ο Κονδύλης έγινε Αντιβασιλιάς, διατηρώντας ταυτόχρονα το αξίωμα του Πρωθυπουργού, ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης υποχρεώθηκε να παραιτηθεί.
 Με το Κίνημα της 10ης Οκτωβρίου η διαδικασία της Παλινόρθωσης της Μοναρχίας μπήκε στη τελική της φάση. Στο Δημοψήφισμα της 3η Νοεμβρίου 1935, εγκρίθηκε η αλλαγή του πολιτεύματος, κάτω από τη σκιά του στρατιωτικού νόμου και με αποχή της βενιζελικής παράταξης.

10. Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου

Στις 21 Απριλίου του 1967 και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, επίορκοι αξιωματικοί του στρατού, υπό την φερόμενη ηγεσία του κινηματία Συνταγματάρχη Γεωργίου Παπαδόπουλου, και συμμετοχή του Ταξίαρχου Τεθωρακισμένων Στυλιανού Παττακού και του Συνταγματάρχη Νικόλαου Μακαρέζου, ομάδας αξιωματικών του στρατού ξηράς, καταλύοντας την Δημοκρατία και τους υφιστάμενους θεσμούς της χώρας και στρέφοντας τα διαπεπιστευμένα όπλα κατά του ελληνικού λαού, κατέλαβαν την εξουσία με πραξικοπηματικό κίνημα, το οποίο οι ίδιοι ονόμαζαν «Εθνοσωτήριον Επανάστασιν» ή «Επανάσταση της 21ης Απριλίου». H Ε΄ Αναθεωρητκή Βουλή των Ελλήνων, δια του Δ΄ ψηφίσματος, (8 Ιανουαρίου 1975) χαρακτήρισε την κίνηση της 21ης Απριλίου 1967 ως πραξικόπημα.

Προηγούμενο γενικό πολιτικό πλαίσιο

Μετά τον Εμφύλιο του 1946-49 ήταν διάχυτος ο φόβος της επικράτησης του κομμουνισμού παρά την ήττα του ΔΣΕ και την εξορία των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ. Οι κυβερνήσεις λάμβαναν μέτρα όπως η απαγόρευση του ΚΚΕ, η εκτόπιση αντιφρονούντων κ.λπ. Ορισμένοι αξιωματικοί στο στρατό, στην αστυνομία/χωροφυλακή, στην ΚΥΠ και αλλού θεωρούσαν ότι οι πολιτικοί δε λάμβαναν αρκετά μέτρα ή ότι δεν ήταν αρκετά ικανοί να αποτρέψουν τον κίνδυνο και είχαν ουσιαστικά αυτονομήσει τη δράση τους, δημιουργώντας το λεγόμενο «παρακράτος». Δημιουργήθηκαν ομάδες αξιωματικών, οι οποίες συνέρχονταν και αποφάσιζαν κοινή δράση χωρίς να λογοδοτούν ή να ελέγχονται από την πολιτική ηγεσία. Ταυτόχρονα με ψευδείς εκθέσεις ή με προβοκάτσιες προσπαθούσαν να πείσουν ότι η αριστερά είχε οργανωμένη δράση για την κατάληψη της εξουσίας. Οι κυβερνήσεις της εποχής κατά τις δεκαετίες '50 και '60 δε στάθηκε δυνατόν να ελέγξουν αυτούς τους παρακρατικούς μηχανισμούς είτε διότι δεν αντιλαμβάνονταν τη σοβαρότητα του κινδύνου για τη δημοκρατία, είτε διότι πολλές φορές τα ανάκτορα παρενέβαιναν υπέρ τους, νομίζοντας ότι οι παρακρατικοί είναι ως επί το πλείστον ορκισμένοι φιλομοναρχικοί. Δείγματα της δράσης των παρακρατικών ήταν το σχέδιο «Περικλής», ως ένα βαθμό η «βία και νοθεία» στις εκλογές του 1961 και η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963.
Η δράση των αντιδημοκρατικών ακροδεξιών ομάδων αυτών εντάθηκε μετά τη νίκη στις εκλογές του 1963 της Ενώσεως Κέντρου με αρχηγό τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ήταν μεν αντικομμουνιστής, πίστευε όμως ότι η πολιτική διώξεων κατά των κομμουνιστών μάλλον τους ενίσχυε παρά τους αποδυνάμωνε. Οι πραξικοπηματίες φοβούνταν την πιθανότητα νέας νίκης της Ενώσεως Κέντρου στις προσεχείς εκλογές. Μια νίκη της θα σήμαινε ενίσχυση της πτέρυγας του Ανδρέα Παπανδρέου και πιθανή κάθαρση του στρατεύματος από τα υπερδεξιά στοιχεία. Μια τέτοια κάθαρση αναμφισβήτητα θα περιλάμβανε πολλά από τα ηγετικά στελέχη του κινήματος. Η προηγούμενη προσπάθεια ελέγχου του στρατεύματος από την κυβέρνηση είχε καταλήξει σε σύγκρουση με τα ανάκτορα και την Αποστασία του 1965. Αν η Ένωση Κέντρου επανεκλεγόταν, η παρέμβαση των ανακτόρων θα ήταν πολύ πιο δύσκολη. Την ίδια στιγμή οι αντιαμερικανικές δηλώσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, η χείρα φιλίας που έτεινε προς την ΕΔΑ και οι προτροπές του για ενίσχυση της φιλίας με τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας είχαν θορυβήσει όλους τους δεξιούς θεσμικούς και εξωθεσμικούς παράγοντες, περιλαμβανομένων και των Αμερικανών. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας του Γ. Παπανδρέου ο Α. Παπανδρέου διαφαινόταν ως ο διάδοχός του σε περίπτωση νίκης στις επερχόμενες εκλογές.
Οι αξιωματικοί που τελικά προέβησαν στο πραξικόπημα την 21η Απριλίου 1967 κινήθηκαν πιο γρήγορα και εξέπληξαν τους πάντες. Το καθεστώς δικαιολόγησε την κατάληψη της εξουσίας υποστηρίζοντας ότι υπήρχε κίνδυνος να καταληφθεί η εξουσία από τους κομμουνιστές. Οι πραξικοπηματίες ισχυρίστηκαν ότι είχαν ανακαλύψει εβδομήντα φορτηγά αυτοκίνητα φορτωμένα με ψεύτικες στρατιωτικές στολές, που οι κομμουνιστές θα χρησιμοποιούσαν για να κάνουν πραξικόπημα. Ποτέ δεν παρουσίασαν κάποιο από αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία και σύντομα και οι ίδιοι εγκατέλειψαν τη πρόφαση του επερχόμενου κομμουνιστικού κινδύνου.
Το Χρονικό του πραξικοπήματος

Οι συνωμότες διστάζουν

Ο Συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, ο Ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός και ο Συνταγματάρχης Νικόλαος Μακαρέζος συναντήθηκαν στο αρχηγείο των Τεθωρακισμένων στο Γουδή, στις 11.30΄ της 20ης Απριλίου . Ο Παπαδόπουλος δεν είχε λάβει ακόμα κάποιες πληροφορίες και πρότεινε να αναβάλουν το πραξικόπημα κατά είκοσι τέσσερις ώρες. Ο Παττακός αρνήθηκε κι η διαφωνία τους κράτησε αρκετή ώρα. Τελικά ο Παττακός ανακοίνωσε στους άλλους συνωμότες ότι εκείνος θα ξεκινούσε το κίνημα είτε τον ακολουθούσαν, είτε όχι [1] και τότε συμφώνησαν κι οι υπόλοιποι. Ωστόσο , το πραξικόπημα, είχε ήδη καθυστερήσει κατά μία ώρα και οι πρώτες μετακινήσεις μονάδων άρχισαν μετά τη 1π.μ.

 Έλεγχος τηλεπικοινωνιών

Πρώτα κινήθηκαν τα τμήματα των καταδρομέων (ΛΟΚ). Αποτελούσαν τη λυδία λίθο επιτυχίας του κινήματος, που θα είχε πιθανότητες επικράτησης μόνο αν οι μονάδες αυτές κατόρθωναν να καταλάβουν όλα τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα χωρίς να δοθεί το σήμα συναγερμού. Δεν έπρεπε να ειδοποιηθούν και να κινητοποιηθούν ο βασιλιάς, οι στρατηγοί, η κυβέρνηση πριν ολοκληρωθούν οι βασικοί στόχοι του κινήματος. Οι τηλεπικοινωνίες – κτίριο της ΕΡΤ (τότε ΕΙΡΤ), τηλεόραση, ραδιοφωνικοί σταθμοί, τηλεφωνικό κέντρο και στρατιωτικές εγκαταστάσεις ασυρμάτου - καταλήφθησαν μεταξύ 1 και 1.30΄ π.μ. χωρίς να δοθεί το σήμα του συναγερμού. Στους δρόμους επικρατούσε ησυχία, αφού δεν είχαν ακόμα κινηθεί τα τανκς και δεν κυκλοφορούσαν ομαδικά διάφορα στρατιωτικά καμιόνια. Οι στρατιώτες μετακινούνταν γρήγορα και αθόρυβα, κατά μικρές ομάδες, στους προκαθορισμένους στόχους δίχως να κινούν την προσοχή ή την περιέργεια. Ένα τζιπ γεμάτο στρατιώτες δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο στους αθηναϊκούς δρόμους. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά οι στρατιώτες της Χούντας είχαν θέσει υπό το λειτουργικό έλεγχό τους όλα τα τηλεπικοινωνιακά κέντρα

 Πλαστογράφηση – Σχέδιο Προμηθεύς

Ο Παπαδόπουλος είχε ετοιμάσει μια γραπτή διαταγή , που όριζε τις μετακινήσεις των αναγκαίων στρατιωτικών μονάδων, πλαστογραφώντας το όνομα του Βασιλιά. Οι συνωμότες απευθύνθηκαν στους αγουροξυπνημένους στρατιώτες διαβάζοντάς τους τη, δήθεν υπογεγραμμένη από το Βασιλιά, Διαταγή και τους ανέπτυξαν το σχέδιο μάχης, στο όνομα του Βασιλιά. Στη συνέχεια ο Παπαδόπουλος έστειλε το κωδικό σήμα για την ενεργοποίηση του Σχεδίου Προμηθεύς, σχέδιο εκτάκτης ανάγκης του ΝΑΤΟ. Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού[2]. Βασικό στοιχείο του σχεδίου ήταν ότι έθετε όλες τις στρατιωτικές μονάδες υπό την άμεση ηγεσία του Υπουργού Άμυνας ή του Αρχηγού ΓΕΣ, στρατηγού Σπαντιδάκη ή του Βασιλιά, απαγορεύοντας ρητά την υπακοή τους σε οποιαδήποτε άλλη διαταγή.
Ο έμπιστος του βασιλιά αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγός Γ. Σπαντιδάκης, αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή. Ο Αγγελής κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος έδωσε εντολή στο Γ' Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το Σχέδιο Προμηθεύς σε όλη τη χώρα.

Συλλήψεις

Έχοντας πια στη διάθεσή τους τηλέφωνα και ασυρμάτους, οι κινηματίες ήταν έτοιμοι να προχωρήσουν στην επόμενη φάση του σχεδίου τους, στις συλλήψεις.
Είχαν αναθέσει σε ειδικές ομάδες τη σύλληψη κορυφαίων πολιτικών. Μόλις άρχισαν ταυτόχρονα τις συλλήψεις, άρχισαν να κινούνται τα τανκς και οι μονάδες Λοκατζήδων. Ο Παπαδόπουλος έφτασε στο Πεντάγωνο, όπου τον περίμεναν ο Συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς και ο Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Ασλανίδης. Οι στασιαστές όρμησαν μέσα και κατέλαβαν το κτίριο, χωρίς πάλι να δοθεί το σήμα του συναγερμού. Δώδεκα τανκς κι οκτώ θωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού κύκλωσαν το Πεντάγωνο, ενώ άλλα τανκς βρέθηκαν μπροστά στα κτίρια της τηλεόρασης , των ραδιοφωνικών σταθμών και των τηλεφωνικών κέντρων, ώστε να αποκρουστεί κάθε απόπειρα ανακατάληψής τους. Κι αφού είχαν δρομολογηθεί οι συλλήψεις, άλλα τανκς άρχισαν να καταλαμβάνουν θέσεις στην πλατεία Συντάγματος, μπροστά από μεγάλα ξενοδοχεία (Χίλτον) και άλλα σφράγιζαν τους δρόμους που οδηγούσαν από την επαρχία στην Αθήνα. Αποκλείστηκε και το αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Η πρώτη ειδοποίηση που πήρε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος για όσα συνέβαιναν ήταν από τον υπασπιστή του, Ταγματάρχη Μιχάλη Αρναούτη, όταν είδε ομάδα στρατιωτών να εισβάλλει στην κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό. Το τηλέφωνό του όμως νεκρώθηκε και τελικώς συνελήφθη και οδηγήθηκε στο Πεντάγωνο. Από τις βροντές των πυροβολισμών, ξύπνησε και η Μαργαρίτα Παπανδρέου [3] . Η κατοικία του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν γειτονική του Μιχάλη Αρναούτη. Ένας Λοχαγός και τέσσερις κομάντος εισέβαλαν στην οικία και μετά από επεισοδιακή καταδίωξη συνέλαβαν τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο Κωνσταντίνος αμέσως τηλεφώνησε στον Πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο όπου ο τελευταίος τον πληροφορούσε ότι τον συνελάμβαναν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στις 2.23’ το πρωί.
Η δεύτερη ειδοποίηση ότι βρισκόταν σε εξέλιξη πραξικόπημα ήρθε στις 2.10΄ το πρωί, όταν ο αστυνομικός διευθυντής της Αθήνας Τασιγιώργος άκουσε τις κινήσεις των στρατιωτικών μονάδων και τηλεφώνησε στον Υπουργό Δημοσίας Τάξης Γεώργιο Ράλλη. Ο Ράλλης προσπάθησε να τηλεφωνήσει στο Τατόι, αλλά το τηλέφωνό του είχε νεκρωθεί. Κατευθύνθηκε στο γειτονικό αστυνομικό τμήμα, από όπου κατόρθωσε μέσω ασυρμάτου Motorola να συνδεθεί με το Βασιλιά. Ο Βασιλιάς έδωσε εντολή στον Ράλλη να επικοινωνήσει με τους αξιωματικούς υπηρεσίας των Σωμάτων Στρατού στη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, και σε άλλες πόλεις, να τους θέσει σε κατάσταση συναγερμού και να κινηθούν προς την Αθήνα. O Γεώργιος Ράλλης προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Επιτελάρχη του Γ΄ Σώματος Στρατού, Ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη, για να κινητοποιήσει τις δυνάμεις στη Θεσσαλονίκη. Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο Προμηθεύς είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο Ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη.[4]. Μόλις έλαβε το σήμα, ο Βιδάλης βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία. Έσπευσε να ζητήσει οδηγίες από το ΓΕΣ και ο Στρατηγός Σπαντιδάκης τον διαβεβαίωσε, ψευδώς, στο τηλέφωνο ότι ο Βασιλιάς ήταν σύμφωνος με ό,τι είχε γίνει και ότι έπρεπε να ανγνοήσει τη διαταγή Ράλλη[5].
Ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Μανώλης Γλέζος ήταν από τα πρώτα μέλη της Αριστεράς που συνελήφθησαν. Ο Γεώργιος Παπανδρέου συνελήφθη από αξιωματικούς στις 2.45΄ λέγοντάς τους, με τα προτεταμένα όπλα προς αυτόν: «Είναι η πέμπτη φορά που μου συμβαίνει!».
Πριν η ώρα πάει 3.00 π.μ., οι πραξικοπηματίες είχαν θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό τους την Αθήνα. Είχαν εγκλείσει τους σημαντικότερους κρατούμενούς τους στους θαλάμους των Υποψηφίων Εφέδρων Αξιωματικών, στο δεύτερο όροφο της Σχολής Τεθωρακισμένων, στο Γουδί. Χιλιάδες πολίτες είχαν μαντρωθεί στον Ιππόδρομο, στο Φαληρικό Δέλτα, στο γήπεδο Καραϊσκάκη στο Νέο Φάληρο και στο γήπεδο του Παναθηναϊκού στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.

Διαπραγματεύσεις

Στις 5.30΄ το πρωί, ο Ράλλης τηλεφώνησε πάλι στον Βασιλιά, του ανέφερε τις προσπάθειές του να επικοινωνήσει με τα Σώματα και του συνέστησε: «Παθητική αντίσταση Μεγαλειότατε, και ίσως αργότερα κάτι μπορέσετε να κάμετε» .[6]
Στις 6.00΄ το πρωί οι Συνταγματάρχες βγήκαν στο ραδιόφωνο για να αναγγείλουν την ανάληψη της εξουσίας από το στρατό στο όνομα του Βασιλιά. Ανήγγειλαν την αναστολή ορισμένων άρθρων του Συντάγματος: Επρόκειτο για τα άρθρα 5,6,8,10,11,12,14,18,20,95 και 97. Αυτό σήμαινε ότι δεν ίσχυαν πια οι διατάξεις που προέβλεπαν:
  • Οτι κανένας δε συλλαμβάνεται χωρίς δικαστικό ένταλμα,
  • Το δικαίωμα της ελεύθερης συγκέντρωσης προσώπων,
  • Το δικαίωμα της ίδρυσης και συμμετοχής σε σωματεία,
  • Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου,
  • Το απαραβίαστο της αλληλογραφίας.
  • Το άρθρο 18 απαγόρευε την επιβολή θανατικής ποινής σε πολιτικά εγκλήματα και έτσι μπορούσαν πλέον να συσταθούν και να λειτουργήσουν, χωρίς ειδικό νόμο, έκτακτα στρατοδικεία.
Στις 8.00΄ το πρωί οι κινηματίες ζήτησαν συνάντηση με τον Βασιλιά στο περικυκλωμένο από τανκς Τατόι. Αφού παρέδωσαν τα όπλα τους στο φυλάκιο εισόδου (και χάθηκε, έτσι, μια ευκαιρία σύλληψής τους) συνάντησαν τον Κωνσταντίνο από τον οποίο και ζήτησαν να υπογράψει διακηρύξεις, οι οποίες θα επέτρεπαν το σχηματισμό κυβέρνησης. Επικαλέσθηκαν τον κομμουνιστικό κίνδυνο και την προστασία του Θρόνου και, στις αρνήσεις του Κωνσταντίνου, ο Παττακός του δήλωσε : Οι Επαναστάτες δεν συζητούν, απαιτούν! .[7] Τελικά, ο Κωνσταντίνος δέχθηκε να μεταβεί στο Πεντάγωνο για μια τελική συνάντηση. Εκεί είχαν μεταφερθεί και κορυφαίοι πολιτικοί ηγέτες καθώς και ο Πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Πριν μεταβεί στο Πεντάγωνο, ο Κωνσταντίνος πέρασε από την κατοικία της μητέρας του, Φρειδερίκης στο Παλαιό Ψυχικό, μάλλον για να τη συμβουλευτεί. Στο Πεντάγωνο επικρατούσε χαώδης κατάσταση. Καθώς οι ώρες περνούσαν και δεν διαφαινόταν κάποια λύση, κατώτεροι αξιωματικοί απειλούσαν ανοιχτά, κραυγάζοντας, τους ανωτέρους τους. Ο Κωνσταντίνος μπόρεσε και συνάντησε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο για λίγα λεπτά. Ο Π. Κανελλόπουλος εισηγήθηκε στον Βασιλιά να διατάξει τους αξιωματικούς να καταθέσουν τα όπλα. Ο Βασιλιάς, όμως, δεν έλεγχε κανέναν από αυτούς που οπλοφορούσαν.

Ο Βασιλιάς υποχωρεί, η Χούντα νομιμοποιείται

Αργά το μεσημέρι οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία. Ο Βασιλιάς δέχτηκε να αναλάβουν υπουργεία στρατιωτικοί και οι πραξικοπηματίες δέχτηκαν να γίνει Πρωθυπουργός μη στρατιωτικός. Ο Κωνσταντίνος πρότεινε τον Κωνσταντίνο Κόλλια, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η επιλογή προκάλεσε γενική έκπληξη, ο δε Παπαδόπουλος αναγκάστηκε να ρωτήσει ποιος ήταν αυτός ο Κόλλιας. Ο Γρηγόριος Σπαντιδάκης ανέλαβε Υπουργός Άμυνας με υφυπουργό τον Στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη και οι συνωμότες Γ. Παπαδόπουλος Υπουργός Προεδρίας, Στυλ. Παττακός Υπουργός Εσωτερικών και Νικ. Μακαρέζος Υπουργός Συντονισμού.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρεσβευτή Φίλιπ Τάλμποτ, ο οποίος επισκέφθηκε τον Βασιλιά Κωνσταντίνο στα Ανάκτορα της οδού Ηρώδου Αττικού λίγο μετά την ορκωμοσία, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος του αποκάλυψε ότι δεν έλεγχε πλέον το στράτευμα και πως «Ορισμένοι απίστευτα βλάκες ακροδεξιοί μπάσταρδοι, που είχαν τον έλεγχο των τανκς, οδήγησαν την Ελλάδα στην καταστροφή». Ο Βασιλιάς ισχυρίστηκε ότι σκέφθηκε προς στιγμή να εκτελέσει τους πραξικοπηματίες, όταν έφτασαν στα Ανάκτορα για να ορκιστούν. Σκέφθηκε, όμως, ότι η κίνησή του δεν θα είχε καμία αξία, μια και τα Ανάκτορα ήταν περικυκλωμένα από τανκς επανδρωμένα από αξιωματικούς που τους ήταν πιστοί. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν ήταν καθόλου βέβαιος για τις επόμενες κινήσεις του και σκεπτόταν σοβαρά αν θα ήταν καλύτερο να μείνει ή να φύγει από τη χώρα. Ρώτησε τον Τάλμποτ πόσος χρόνος θα χρειαζόταν για να φτάσουν στο Τατόι αμερικανικά ελικόπτερα, προκειμένου να μεταφέρουν τον ίδιο και την οικογένειά του εκτός Ελλάδας και αν υπήρχε περίπτωση να αποβιβαστούν αμερικανοί πεζοναύτες στην Ελλάδα για να τον βοηθήσουν να ανακτήσει τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων.

Συνέντευξη Παπαδόπουλου

Στις 27 Απριλίου ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, με την ιδιότητα του υπουργού Προεδρίας, έδωσε συνέντευξη τύπου σε έλληνες και ξένους δημοσιογράφους[9].
Δικαιολόγησε το πραξικόπημα λέγοντας πως η επέμβαση του στρατού ήταν επιβεβλημένη εξαιτίας της πορείας της χώρας προς τον κομμουνισμό. Σαν αιτίες αυτής της πορείας παρουσίασε την αδυναμία συνεννόησης των πολιτικών μεταξύ τους και με τον Βασιλιά, καθώς και μια σχεδόν καθολική αντίληψη αναρχίας στην ελληνική κοινωνία. Κατά τον Παπαδόπουλο ο στρατός ήταν η μόνη πολιτικά ουδέτερη δύναμη ικανή να αποτρέψει την καταστροφή.
Σαν πρωταρχικό στόχο του νέου καθεστώτος παρουσίασε την ανάπλαση της κοινωνίας ώστε να αποβληθεί η αναρχική αντίληψη. Για να δικαιολογήσει τα κατασταλτικά μέτρα χρησιμοποίησε το παράδειγμα του ασθενή που πρόσκαιρα ακινητοποιείται πάνω στο χειρουργικό τραπέζι προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία του.
Σε ερώτηση δημοσιογράφου αν η ασθένεια ήταν το ενδεχόμενο αποτέλεσμα των προκηρυχθέντων εκλογών το αρνήθηκε και είπε πως στόχος ήταν να αποτραπεί η πορεία προς τον κομμουνισμό μέσω του κοινοβουλίου, κατά το παράδειγμα της Τσεχοσλοβακίας.
Ισχυρίστηκε πως το πραξικόπημα ήταν αναίμακτο. Προσδιόρισε τους πολιτικούς που είχαν τεθεί υπό περιορισμό σε περίπου 25 και είπε πως σύντομα θα ήταν ελεύθεροι. Επίσης ανέφερε πως είχαν συλληφθεί περίπου 5.000 επικίνδυνοι κομμουνιστές, η τύχη των οποίων θα κρινόταν από επιτροπές ασφαλείας. Υποστήριξε πως είχε βρεθεί υλικό, για τη συγκέντρωση του οποίου απαιτήθηκαν 70 φορτηγά, που αποδείκνυε ότι προετοιμαζόταν κομμουνιστικό πραξικόπημα.
Για την τύχη της Αριστεράς είπε πως θα δημιουργηθούν συνθήκες τέτοιες που θα κάνουν τον κομμουνισμό ακίνδυνο, όπως στις μεγάλες χώρες της Ευρώπης.
Όταν ρωτήθηκε αν υπάρχει πρόθεση να κληθεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όταν γίνει μετάβαση από τη στρατιωτική διακυβέρνηση σε πολιτική, το διέψευσε.

Επιβολή δικτατορίας

Το Δικτατορικό Καθεστώς, που προήλθε από το πραξικόπημα, είναι γνωστό ως η Χούντα των Συνταγματαρχών.
Οι παλαιότερες παρεμβάσεις των στρατιωτικών στην πολιτική ζωή της Χώρας ήταν μικρής διάρκειας και σύντομα οι στρατιωτικοί αποχωρούσαν, δίνοντας τη θέση τους σε μια ευνοούμενη ομάδα πολιτικών. Αντίθετα, η Χούντα έδειξε ξεκάθαρα την απέχθειά της προς όλους τους πολιτικούς, ενώ μόνο μερικοί ασήμαντοι πρώην πολιτικοί προσφέρθηκαν να συνεργαστούν με το καθεστώς. Οι προθέσεις της Χούντας να παραμείνει στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα φάνηκαν καθαρά μετά τη σύνταξη του νέου Συντάγματος, που στην ουσία ποτέ δεν εφαρμόστηκε στην πράξη.

 «Επαναστατικόν Συμβούλιον» και « Επαναστατική Επιτροπή»

Σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό ο πυρήνας των πραξικοπηματιών θα συγκροτούσε το Επαναστατικό Συμβούλιο[10], υπό την αίρεση του οποίου θα τελούσε το νομοθετικό και εκτελεστικό έργο της κυβέρνησης. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ήταν αντίθετος σε ένα τόσο ισχυρό ρόλο του Συμβουλίου και πέτυχε τον έλεγχο της κυβέρνησης να ασκεί η Επαναστατική Επιτροπή, με μέλη τον Στυλιανό Παττακό, τον Νικόλαο Μακαρέζο και τον ίδιο.
Το δεκαπενταμελές Επαναστατικό Συμβούλιο θα συνεδρίαζε μια φορά το μήνα με αντικείμενο τις μείζονος σημασίας αποφάσεις της κυβέρνησης.
Ωστόσο ο Γεώργιος Παπαδόπουλος σύντομα συγκέντρωσε πάνω του όλες τις εξουσίες, καταργώντας στην πράξη τόσο το Επαναστατικό Συμβούλιο όσο και την Επαναστατική Επιτροπή.
11.Το κίνημα του Ιωαννίδη

Το πραξικόπημα

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου προκάλεσε μια σειρά γεγονότων, που έβαλαν ένα απότομο τέλος στις προσπάθειες του Γ. Παπαδόπουλου για επιφανειακή φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος της Χούντας. Ο Ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, ένας δυσαρεστημένος αδιάλλακτος χουντικός, χρησιμοποίησε την εξέγερση ως πρόφαση για να αποκαταστήσει την δημόσια τάξη, και οργάνωσε πραξικόπημα για την ανατροπή του Παπαδόπουλου και του Σ. Μαρκεζίνη στις 25 Νοεμβρίου 1973.
Επιβλήθηκε ο στρατιωτικός νόμος, και η νέα χούντα διόρισε τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον οικονομολόγο Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο ως Πρωθυπουργό, αν και Ιωαννίδης παρέμεινε ο ισχυρός άνδρας στο παρασκήνιο. Η καιροσκοπική επέμβαση του Ιωαννίδη είχε αποτέλεσμα την κατάρρευση του μύθου ότι η χούντα ήταν ιδεαλιστική ομάδα ανώτερων στελεχών του στρατού.
Το νέο Καθεστώς κατηγόρησε την προηγούμενη φατρία για παρέκκλιση από τις «Αρχές της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου» και διακήρυξε ότι έσωσε την Επανάσταση από τη φατρία Παπαδόπουλου.
Την ημέρα του Κινήματος αναπτύχθηκαν τεθωρακισμένα σε κεντρικά σημεία των πόλεων ενώ μέσω ραδιοφώνου, με μουσική υπόκρουση τα κλασικά στρατιωτικά εμβατήρια, γινόντουσαν ανακοινώσεις απαγόρευσης της κυκλοφορίας, και ότι ο στρατός έπαιρνε πίσω τα ηνία της εξουσίας προκειμένου να σωθούν οι αρχές της επανάστασης.

Δράση της Χούντας του Ιωαννίδη

Ο Ανδρουτσόπουλος δήλωσε σε συνέντευξη τύπου που παρεχώρησε στις 26 Νοεμβρίου 1973 ότι καταργούνται το ΑΣΔΥ, το Συνταγματικόν Δικαστήριον, αι Περιφερειακαί Διοικήσεις, και ότι η χώρα θα οδηγηθή εις εκλογάς όταν θα είναι ετοίμη. Στις 17 Δεκεμβρίου 1973 η κυβέρνησή του, ψήφισε Νέο Σύνταγμα. Το νέο σύνταγμα προέβλεπε μείωση των προεδρικών αρμοδιοτήτων.
Ο Ιωαννίδης επέβαλε σκληρότερη δικτατορία από εκείνη του Παπαδόπουλου. Όλοι οι αμνηστευμένοι πολιτικοί εξορίστηκαν εκ νέου ακόμα και αριστεροί πολίτες και ηθοποιοί όπως ο Σταύρος Παράβας που δεν αποτελούσαν κίνδυνο για το νέο καθεστώς. Επίσης επέφερε μερικές επιφανειακές αλλαγές σε ορισμένους τομείς. Εξάγγειλε πως ήταν μαζί με τον λαό, μαζί με τον αγρότη, και ότι ήταν υπέρ των Ελληνοχριστιανικών αρχών.
Ο Ιωαννίδης προτιμούσε να εργάζεται παρασκηνιακά και δεν κράτησε ποτέ οποιαδήποτε επίσημη θέση στη χούντα ενώ προσπαθούσε πάντα να αποφύγει την περιττή δημοσιότητα. Ήταν ο de facto ηγέτης ενός καθεστώτος μαριονετών. Ήθελε να παραδώσει την εξουσία στους πολιτικούς όταν θα ήταν μεγάλοι σε ηλικία κατά την πενταετία του 1985, συγκεκριμένα το 1987, και όταν ο κομμουνισμός δεν θα αποτελούσε απειλή. Η χούντα του Ιωαννίδη προκάλεσε εκτεταμένη ζημιά στη Ελληνική οικονομία. Ο ρυθμός ανάπτυξης το 1974 ήταν -6,4%.

 Το τέλος της Χούντας του Ιωαννίδη

Η νέα χούντα, παρά τη μάλλον ατυχή προέλευσή της, ακολούθησε μια επιθετική εσωτερική καταστολή και μια επεκτατική εξωτερική πολιτική και οδήγησε την Χώρα στην τραγωδία της Κύπρου. Τελικά κατέρρευσε στις 24 Ιουλίου του 1974. Η εισβολή στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε 4 ημέρες νωρίτερα (στις 20 Ιουλίου 1974) και η Χούντα του Ιωαννίδη, που είχε την ευθύνη για την προάσπιση του νησιού, δεν αντέδρασε όπως θα έπρεπε, παραπλανημένη από τις διαβεβαιώσεις των Αμερικανών και έχασε τον πόλεμο, που οδήγησε στην διχοτόμηση του νησιού.

12. Πραξικόπημα της πιζάμας

Το πραξικόπημα της πιζάμας ήταν μια αποτυχημένη απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή από ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς του στρατού τον Φεβρουάριο του 1975.
Μετά την πτώση της δικτατορίας του Ιωαννίδη και πριν την δίκη των ηγετών της, μια ομάδα αξιωματικών με πρωτεργάτες τους ταξιάρχους Νικόλαο Ντερτιλή και Ανδρέα Κονδύλη, τους αντισυνταγματάρχες Ιωάννη Στειακάκη, Ιωάννη Μανουσακάκη και τους ταγματάρχες Αριστείδη Παλαΐνη, Αθανάσιο Περδίκη και Παρασκευά Μπόλαρη, σχεδίασε στρατιωτικό κίνημα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Λάρισα με στόχους την παραίτηση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή, την επάνοδο της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (από το οποίο είχε αποχωρήσει μετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο) και την απελευθέρωση του πρώην δικτάτορα ταξίαρχου Δημήτρη Ιωαννίδη.
Η κίνηση αποκαλύφθηκε στις 24 Φεβρουαρίου πριν την ενεργοποίησή της και διατάχθηκε η σύλληψη 37 αξιωματικών. Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ αποκάλεσε την κίνηση «πραξικόπημα της πιζάμας» επειδή οι περισσότεροι από τους κινηματίες συνελήφθησαν την ώρα του ύπνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου