Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

ΓΙΑ ΤΟ ΠΑ.ΜΕ


Από το έργο του Λένιν "Αριστερισμός,παιδική αρρώστια του κομμουνισμού"


ΠΡΕΠΕΙ ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ
ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ;
Οι γερμανοί «αριστεροί» θεωρούν πως γι’ αυτούς το ζήτημα είναι λυμένο και ότι η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι κατηγορηματικά αρνητική. Κατά τη γνώμη τους, είναι αρκετό να βγάζει κανείς λόγους και θυμωμένες κραυγές ενάντια στα «αντιδραστικά» και τα «αντεπαναστατικά» συνδικάτα για «να αποδείξει» (ο Κ. Χόρνερ το βεβαιώνει αυτό με ιδιαίτερη «σοβαρότητα» και πολύ ανόητα) πως είναι ανώφελο και μάλιστα απαράδεκτο για τους επαναστάτες, τους κομμουνιστές να δουλεύουν στα κίτρινα, σοσιαλσοβινιστικά, συμφιλιωτικά συνδικάτα, στα συνδικάτα του Λεγκίν, στα αντεπαναστατικά συνδικάτα.
Όσο όμως κι αν έχουν πειστεί οι γερμανοί «αριστεροί» ότι η τέτια τακτική έχει επαναστατικό χαρακτήρα, στην πραγματικότητα είναι ριζικά λαθεμένη και δεν περιέχει τίποτε άλλο από κούφιες φράσεις.
Για να το ξεκαθαρίσω, θα αρχίσω από τη δική μας πείρα, σύμφωνα με το γενικό σχέδιο αυτού του άρθρου, που έχει για σκοπό να εφαρμοστεί στη Δυτική Ευρώπη ό,τι είναι γενικά εφαρμόσιμο, ό,τι έχει γενική σημασία, ό,τι είναι γενικά υποχρεωτικό στην ιστορία και στη σύγχρονη τακτική του μπολσεβικισμού.
Οι σχέσεις ανάμεσα στους αρχηγούς – το κόμμα – την τάξη – και τις μάζες και ταυτόχρονα η στάση της δικτατορίας του προλεταριάτου και του Κόμματός του απέναντι στα συνδικάτα παρουσιάζονται σήμερα σε μας συγκεκριμένα ως έξης. Τη δικτατορία την πραγματοποιεί το οργανωμένο στα Σοβιέτ προλεταριάτο, που καθοδηγείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα των Μπολσεβίκων, το οποίο σύμφωνα με τα στοιχεία του τελευταίου συνεδρίου του Κόμματος (Απρίλης 1920) έχει 611 χιλιάδες μέλη. Ο αριθμός των μελών είχε πολλές διακυμάνσεις και πριν την επανάσταση του Οχτώβρη και ύστερα απ’ αυτή και μάλιστα ήταν σημαντικά μικρότερος, ακόμη και το 1918 και το 1919. Φοβόμαστε μιαν υπέρμετρη αύξηση των μελών του Κόμματος, γιατί οι καριερίστες και οι παλιάνθρωποι, που δεν αξίζουν παρά μόνο τουφέκι, προσπαθούν οπωσδήποτε να τρυπωςουν στις γραμμές του κυβερνητικού κόμματος. Η τελευταία φορά που ανοίξαμε πλατιά τις πόρτες του Κόμματος –μόνο για τους εργάτες και αγρότες– ήταν τις μέρες (χειμώνας του 1919) που ο Γιουντένιτς βρισκόταν μερικά βέρστια έξω από την Πετρούπολη και ο Ντενίκιν στο Οριόλ (κάπου 350 βέρστια από τη Μόσχα), δηλ. τότε που τη Σοβιετική Δημοκρατία την απειλούσε τρομερός, θανάσιμος κίνδυνος και τότε που οι τυχοδιώκτες, οι καριερίστες, οι παλιάνθρωποι και γενικά τα ασταθή στοιχεία δεν μπορούσαν καθόλου να υπολογίζουν ότι θα έχουν επικερδή σταδιοδρομία, αν προσχωρούσαν στους κομμουνιστές (αλλά μάλλον θα έπρεπε να περιμένουν κρεμάλα και βασανιστήρια). Το Κόμμα που συγκαλεί κάθε χρόνο συνέδρια (στο τελευταίο συνέδριο: 1 αντιπρόσωπος για 1.000 μέλη) το καθοδηγεί μια Κεντρική Επιτροπή από 19 άτομα, που εκλέγεται από το συνέδριο, και την τρέχουσα δουλιά στη Μόσχα τη διεξάγουν ακόμη πιο στενά όργανα, τα οποία ονομάζονται Οργανωτικό Γραφείο και Πολιτικό Γραφείο, που αποτελούνται το καθένα από πέντε μέλη της ΚΕ και εκλέγονται στις ολομέλειες της ΚΕ. Από δω βγαίνει συνεπώς μια πραγματική «ολιγαρχία». Και κανένα σοβαρό πολιτικό ή οργανωτικό ζήτημα δεν λύνεται στη δημοκρατία μας από καμιά κρατική υπηρεσία, χωρίς τις καθοδηγητικές υποδείξεις της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος.
 Στη δουλιά του το Κόμμα στηρίζεται άμεσα στα συνδικάτα που έχουν σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του τελευταίου συνεδρίου (Απρίλης 1920), πάνω από 4 εκατομμύρια μέλη και τυπικά είναι εξωκομματικές οργανώσεις. Στην πραγματικότητα όλα τα καθοδηγητικά όργανα της τεράστιας πλειοψηφίας των συνδικάτων και κατά πρώτο λόγο βέβαια το γενικό συνδικαλιστικό πανρωσικό κέντρο ή γραφείο (Πανρωσικό Κεντρικό Συμβούλιο των Συνδικάτων) αποτελούνται από κομμουνιστές και εφαρμόζουν όλες τις οδηγίες του Κόμματος. Κι έτσι έχουμε σε γενικές γραμμές έναν προλεταριακό μηχανισμό που τυπικά δεν είναι κομμουνιστικός, έναν προλεταριακό μηχανισμό ευλύγιστο και σχετικά πλατύ και πολύ ισχυρό, που μέσω αυτού το Κόμμα συνδέεται στενά με την τάξη και με τη μάζα και μέσω αυτού, με την καθοδήγηση του Κόμματος, πραγματοποιείται η δικτατορία της τάξης. Χωρίς την πιο στενή σύνδεση με τα συνδικάτα, χωρίς τη θερμή υποστήριξη απομέρους τους, χωρίς τη γεμάτη αυταπάρνηση δουλιά τους όχι μόνο στην οικονομική, μα και στη στρατιωτική οικοδόμηση δεν θα μπορούσαμε, εννοείται, να κυβερνήσουμε τη χώρα και να πραγματοποιήσουμε τη δικτατορία όχι 2 1/2 χρόνια, μα ούτε και 2 1/2 μήνες. Όπως καταλαβαίνετε η στενότατη αυτή σύνδεση σημαίνει στην πράξη μια πολύπλοκη και πολύμορφη δουλιά προπαγάνδας και ζύμωσης και συχνών συσκέψεων που να γίνονται στον καιρό τους όχι μόνο με τα καθοδηγητικά στελέχη, αλλά και γενικά με τους συνδικαλιστικούς παράγοντες που έχουν επιρροή, σημαίνει ακόμη αποφασιστικό αγώνα ενάντια στους μενσεβίκους που ως τα σήμερα έχουν έναν ορισμένο, αν και πολύ μικρό, αριθμό οπαδών και τους διδάσκουν να κάνουν κάθε είδους αντεπαναστατικές πράξεις, αρχίζοντας από την ιδεολογική υπεράσπιση της δημοκρατίας (της αστικής), από την προπαγάνδα για την «ανεξαρτησία» των συνδικάτων (ανεξαρτησία από την προλεταριακή κρατική εξουσία!) ως το σαμποτάρισμα της προλεταριακής πειθαρχίας κτλ., κτλ.
Τη σύνδεση με τις «μάζες» μέσω των συνδικάτων την θεωρούμε ανεπαρκή. Στην πορεία της επανάστασης μέσα στην πράξη δημιουργήθηκε σε μας ένα όργανο, όπως είναι οι εξωκομματικές εργατικές και αγροτικές συνδιασκέψεις, για να παρακολουθούμε τις διαθέσεις των μαζών, να τις πλησιάζουμε, να ανταποκρινόμαστε στα αιτήματα τους, να προωθούμε τα καλύτερα στοιχεία απ’ αυτές στις κρατικές υπηρεσίες κτλ. Κι αυτό το όργανο προσπαθούμε με όλα τα μέσα να το υποστηρίξουμε, να το αναπτύξουμε και να το πλατύνουμε. Ένα από τα τελευταία διατάγματα για τη μετατροπή του Λαϊκού Επιτροπάτου Κρατικού Ελέγχου σε «Εργατοαγροτική Επιθεώρηση» δίνει στις εξωκομματικές συνδιασκέψεις αυτού του είδους το δικαίωμα να εκλέγουν μέλη του Κρατικού Ελέγχου για διάφορες επιθεωρήσεις.
Έπειτα, εννοείται, όλη η δουλιά του Κόμματος γίνεται μέσω των Σοβιέτ, που συνενώνουν τις εργαζόμενες μάζες χωρίς διάκριση επαγγέλματος. Τα νομαρχιακά συνέδρια των Σοβιέτ αποτελούν ένα δημοκρατικό όργανο, που δεν το έχουν δει ως τώρα ούτε οι καλύτερες ρεπουμπλικανικές δημοκρατίες του αστικού κόσμου. Και μέσω αυτών των συνεδρίων (που το Κόμμα προσπαθεί να τα παρακολουθεί όσο το δυνατό πιο προσεκτικά), καθώς και με τις μόνιμες αποστολές συνειδητών εργατών σε κάθε λογής υπηρεσίες στο χωριό, πραγματοποιείται ο ηγετικός ρόλος του προλεταριάτου απέναντι στην αγροτιά, πραγματοποιείται η δικτατορία του προλεταριάτου της πόλης, ο συστηματικός αγώνας ενάντια στους πλούσιους, τους αστούς, τους εκμεταλλευτές και τους κερδοσκόπους αγρότες κτλ.
Αυτός είναι ο γενικός μηχανισμός της προλεταριακής κρατικής εξουσίας, όταν τον βλέπουμε «από τα πάνω», από την άποψη της πρακτικής εφαρμογής της δικτατορίας. Ελπίζουμε ότι ο αναγνώστης θα καταλάβει γιατί στο ρώσο μπολσεβίκο, που ξέρει αυτό το μηχανισμό και που παρακολούθησε πως αναπτύχθηκε μέσα σε εικοσιπέντε χρόνια από τους μικρούς μυστικούς, παράνομους κύκλους, όλες οι συζητήσεις για δικτατορία «από τα πάνω» είτε «από τα κάτω», για δικτατορία των αρχηγών είτε δικτατορία της μάζας κτλ. δεν μπορεί παρά να φαίνονται γελοίες παιδιακίστικες ανοησίες, ένα είδος συζήτησης, αν είναι πιο χρήσιμο για τον άνθρωπο το αριστερό πόδι ή το δεξί χέρι.
Το ίδιο παιδιακίστικες και γελοίες ανοησίες δεν μπορεί παρά να φαίνονται σε μας και οι σπουδαίες, πολύ σοφές και τρομερά επαναστατικές συζητήσεις των γερμανών αριστερών πάνω στο θέμα ότι οι κομμουνιστές δεν μπορούν και δεν πρέπει να δουλεύουν στα αντιδραστικά συνδικάτα, ότι επιτρέπεται να παρατήσουν αυτή τη δουλιά, ότι πρέπει να βγουν από τα συνδικάτα και να δημιουργήσουν υποχρεωτικά την εντελώς καινουργιούτσικη, την εντελώς καθαρούτσικη «εργατική ένωση» κτλ., κτλ. που τη σοφίστηκαν οι καλοί μας (και ασφαλώς στο μεγαλύτερο μέρος τους πολύ νεαροί) κομμουνιστές κτλ.
Ο καπιταλισμός αφήνει κατανάγκη για κληρονομιά στο σοσιαλισμό, από το ένα μέρος, τις παλιές επαγγελματικές και συντεχνιακές διακρίσεις που είχαν διαμορφωθεί επί αιώνες ανάμεσα στους εργάτες και, από το άλλο μέρος, αφήνει τα συνδικάτα που μόνο πολύ αργά, ύστερα από χρόνια μπορούν να εξελιχθούν και εξελίσσονται σε πολύ πλατιές και λιγότερο συντεχνιακές παραγωγικές ενώσεις (που αγκαλιάζουν ολόκληρες βιομηχανίες και όχι μονάχα συντεχνίες, τέχνες και επαγγέλματα). Αργότερα μόνο, μέσω αυτών των παραγωγικών ενώσεων, περνάμε στην κατάργηση του καταμερισμού εργασίας ανάμεσα στους ανθρώπους, στη διαπαιδαγώγηση, στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση ολόπλευρα αναπτυγμένων και ολόπλευρα καταρτισμένων ανθρώπων, ανθρώπων που όλα ξέρουν να τα κάνουν. Προς τα εκεί πάει, πρέπει να πάει και θα φτάσει ο κομμουνισμός, ύστερα όμως από πολλά χρόνια. Η προσπάθεια που θα έκανε κανείς σήμερα να πετύχει στην πράξη νωρίτερα αυτό το μελλοντικό αποτέλεσμα ενός εντελώς εξελιγμένου, εντελώς στερεωμένου και διαμορφωμένου, εντελώς αναπτυγμένου και ωριμασμένου κομμουνισμού, ισοδυναμεί με το να προσπαθεί να διδάξει ανώτερα μαθηματικά σε ένα παιδάκι τεσσάρων χρονών.
Μπορούμε (και πρέπει) να αρχίσουμε να χτίζουμε το σοσιαλισμό όχι με ανθρώπινο υλικό φανταστικό και φτιαγμένο ειδικά από μας, αλλά με το υλικό που κληρονομήσαμε από τον καπιταλισμό. Ούτε συζήτηση ότι αυτό είναι πολύ «δύσκολο», όμως κάθε άλλος τρόπος για τη λύση του προβλήματος είναι τόσο αστόχαστος που δεν αξίζει τον κόπο ούτε να μιλάμε γι’ αυτόν.
 Τα συνδικάτα ήταν μια γιγάντια πρόοδος της εργατικής τάξης στο αρχικό στάδιο της ανάπτυξης του καπιταλισμού, ένα πέρασμα από την κατάσταση διασποράς και αδυναμίας των εργατών στα πρώτα στοιχεία της ταξικής συνένωσης. Όταν άρχισε να αναπτύσσεται η ανώτατη μορφή ταξικής συνένωσης των προλετάριων, το επαναστατικό Κόμμα του προλεταριάτου (που δεν θα είναι άξιο του ονόματος του όσο δεν μάθει να συνδέει τους αρχηγούς με την τάξη και με τις μάζες σε ένα σύνολο, σε κάτι το αδιάσπαστο), τα συνδικάτα άρχισαν να δείχνουν αναπόφευκτα μερικά αντιδραστικά σημάδια, κάποια συντεχνιακή στενότητα, κάποια τάση προς την άρνηση της πολιτικής, κάποιο πνεύμα ρουτίνας κτλ. Πουθενά όμως στον κόσμο η ανάπτυξη του προλεταριάτου δεν έγινε και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς παρά μόνο μέσω των συνδικάτων, με την αλληλεπίδραση των συνδικάτων και του Κόμματος της εργατικής τάξης. Η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο είναι ένα γιγάντιο βήμα προς τα μπρος του προλεταριάτου, σαν τάξης, και το Κόμμα είναι υποχρεωμένο να διαπαιδαγωγήσει ακόμη πιο πολύ και με καινούργιο τρόπο, και όχι μόνο με τον παλιό, τα συνδικάτα κι ακόμη να τα καθοδηγεί και να μην ξεχνά παράλληλα ότι τα συνδικάτα μένουν και θα μείνουν για πολύ καιρό το απαραίτητο «σχολείο του κομμουνισμού» και το προπαρασκευαστικό σχολείο για τους προλετάριους για να πραγματοποιήσουν τη δικτατορία τους, η απαραίτητη ένωση των εργατών για να περάσει βαθμιαία η διεύθυνση όλης της οικονομίας της χώρας στα χέρια της εργατικής τάξης (και όχι σε χωριστά επαγγέλματα) και έπειτα σε όλους τους εργαζομένους.
Κάποια «αντιδραστικότητα» των συνδικάτων, με την έννοια που αναφέραμε, είναι αναπόφευκτη στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου. Να μην το καταλαβαίνεις αυτό σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνεις τους βασικούς όρους του περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Να φοβάσαι αυτή την «αντιδραστικότητα», να προσπαθείς να την αποφύγεις, να την υπερπηδήσεις είναι η πιο μεγάλη ανοησία, γιατί σημαίνει πως φοβάσαι το ρόλο της προλεταριακής πρωτοπορίας, που συνίσταται στην εκπαίδευση, στη διαφώτιση, στη διαπαιδαγώγηση και στο τράβηγμα στην καινούργια ζωή των πιο καθυστερημένων στρωμάτων και μαζών της εργατικής τάξης και της αγροτιάς. Από το άλλο μέρος, το να αναβάλουμε την πραγματοποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου ως τον καιρό που δεν θα υπάρχει ούτε ένας εργάτης με στενές επαγγελματικές απόψεις, ούτε ένας εργάτης με συντεχνιακές και τρέιντ-γιουνιονιστικές προλήψεις, θα ήταν ακόμη πιο βαρύ λάθος. Η τέχνη του πολιτικού (και η σωστή κατανόηση από κάθε κομμουνιστή των καθηκόντων του) συνίσταται ακριβώς στο να υπολογίζει σωστά τις συνθήκες και τη στιγμή που η πρωτοπορία του προλεταριάτου μπορεί να πάρει με επιτυχία την εξουσία, που θα μπορέσει, παίρνοντας την εξουσία και όταν την πάρει, να έχει μια αρκετή υποστήριξη από αρκετά πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης και των μη προλεταριακών εργαζόμενων μαζών, που θα μπορέσει ύστερα απ’ αυτό να υποστηρίξει, να στερεώσει και να πλατύνει την κυριαρχία της, διαπαιδαγωγώντας, εκπαιδεύοντας, προσελκύοντας όλο και πιο πλατιές μάζες εργαζομένων.
Παρακάτω. Στις χώρες που είναι πιο προηγμένες από τη Ρωσία εκδηλώθηκε και έπρεπε να εκδηλωθεί, αναμφισβήτητα, μια ορισμένη αντιδραστικότητα των συνδικάτων με ασύγκριτα μεγαλύτερη δύναμη απ’ ό,τι σε μας. Σε μας οι μενσεβίκοι βρήκαν (βρίσκουν και τώρα ενμέρει σε πολύ λίγα συνδικάτα) στήριγμα στα συνδικάτα ακριβώς χάρη στη συντεχνιακή στενότητα, στο συνδικαλιστικό εγωισμό και στον οπορτουνισμό. Στη Δύση, όπου οι εκεί μενσεβίκοι «στρογγυλοκάθισαν» πολύ πιο στέρεα στα συνδικάτα, ξεχώρισε ένα πολύ πιο γερό απ’ ό,τι σε μας στρώμα «εργατικής αριστοκρατίας», συντεχνιακής, στενής, εγωιστικής, αρτηριοσκληρωμένης, αχόρταγης, μικροαστικής, με ιμπεριαλιστικές διαθέσεις, εξαγορασμένης από τον ιμπεριαλισμό και διεφθαρμένης από τον ιμπεριαλισμό. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Ο αγώνας ενάντια στους Γκόμπερς, ενάντια στους κυρίους Ζουό, Χέντερσον, Μερχάιμ, Λεγκίν και Σία στη Δυτική Ευρώπη είναι πολύ πιο δύσκολος από τον αγώνα ενάντια στους δικούς μας μενσεβίκους που αποτελούν έναν εντελώς ομοιογενή, κοινωνικό και πολιτικό, τύπο. Αυτό τον αγώνα πρέπει να τον διεξάγουν ανελέητα και να τον οδηγήσουν υποχρεωτικά, όπως τον οδηγήσαμε εμείς, ως την πλήρη καταισχύνη και το διώξιμο από τα συνδικάτα όλων των αδιόρθωτων αρχηγών του οπορτουνισμού και του σοσιαλσοβινισμού. Είναι αδύνατο να κατακτήσει κανείς την πολιτική εξουσία (και δεν πρέπει να δοκιμάσει να την πάρει), όσο ο αγώνας αυτός δεν έχει φτάσει σε έναν ορισμένο βαθμό, και μάλιστα στις διάφορες χώρες και μέσα στις διαφορετικές συνθήκες αυτός ο «ορισμένος βαθμός» δεν είναι ο ίδιος. Και μόνο μυαλωμένοι, έμπειροι και κατατοπισμένοι ηγέτες του προλεταριάτου μπορούν να καθορίσουν αυτό το βαθμό σε κάθε χώρα. (Σε μας μέτρο για την επιτυχία σ’ αυτό τον αγώνα ήταν, κοντά στα αλλά, οι εκλογές της Συντακτικής Συνέλευσης το Νοέμβρη του 1917, λίγες μέρες μετά την προλεταριακή επανάσταση της 25/10/1917. Σ’ αυτές τις εκλογές οι μενσεβίκοι τσακίστηκαν κατακέφαλα και πήραν μόνο 700 χιλιάδες ψήφους –1.400.000 μαζί με τους ψήφους της Υπερκαυκασίας– απέναντι στα 9 εκατομμύρια ψήφους που πήραν οι μπολσεβίκοι: βλέπε το άρθρο μου «Οι Εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση και η Δικτατορία του Προλεταριάτου»[6] στο τεύχ. 7-8 της «Κομμουνιστικής Διεθνούς» . Τον αγώνα όμως ενάντια στην «εργατική αριστοκρατία» τον διεξάγουμε εξονόματος της εργατικής μάζας και για να την τραβήξουμε με το μέρος μας.
Τον αγώνα ενάντια στους οπορτουνιστές και σοσιαλσοβινιστές αρχηγούς τον διεξάγουμε για να τραβήξουμε την εργατική τάξη με το μέρος μας. Θα ήταν ανοησία να ξεχνά κανείς αυτή τη στοιχειώδη και εξόφθαλμη αλήθεια. Και ακριβώς τέτια ανοησία κάνουν οι «αριστεροί» γερμανοί κομμουνιστές, που από τον αντιδραστικό και αντεπαναστατικό χαρακτήρα των ηγετικών κύκλων των συνδικάτων βγάζουν το συμπέρασμα ότι... οι κομμουνιστές πρέπει να βγουν από τα συνδικάτα!! Να αρνούνται να δουλέψουν μέσα σ’ αυτά!! Να δημιουργήσουν νέες, επινοημένες μορφές εργατικής οργάνωσης!! Αυτό είναι ασυγχώρητη βλακεία, που ισοδυναμεί με την πιο μεγάλη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν οι κομμουνιστές στην αστική τάξη. Γιατί οι μενσεβίκοι μας, όπως και όλοι οι οπορτουνιστές, σοσιαλσοβινιστές, καουτσκιστές ηγέτες των συνδικάτων δεν είναι τίποτε άλλο παρά «πράκτορες της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα» (αυτό που λέγαμε πάντα για τους μενσεβίκους) ή «εργατικοί εντολοδόχοι της τάξης των καπιταλιστών» (labor lieutenants of the capitalist class), σύμφωνα με τη θαυμάσια και πολύ σωστή έκφραση των οπαδών του Ντανιέλ Ντε Λέον στην Αμερική. Να μη δουλεύεις μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα σημαίνει να εγκαταλείπεις τις λειψά αναπτυγμένες ή καθυστερημένες εργατικές μάζες στην επιρροή των αντιδραστικών ηγετών, των πρακτόρων της αστικής τάξης, των αριστοκρατών εργατών ή των «αστοποιημένων εργατών» (διαβάστε σχετικά το γράμμα του Έγκελς στον Μαρξ για τους άγγλους εργάτες το 1858[7])·
Η ανόητη ακριβώς «θεωρία» για τη μη συμμετοχή των κομμουνιστών στα αντιδραστικά συνδικάτα δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο πόσο επιπόλαια οι «αριστεροί» κομμουνιστές αντικρίζουν το ζήτημα της επιρροής πάνω στις «μάζες» και πόση κατάχρηση κάνουν με τις κραυγές τους της λέξης «μάζα». Για να μπορέσεις να βοηθήσεις τις «μάζες» και να κατακτήσεις τη συμπάθειά τους, την αγάπη τους και την υποστήριξη τους δεν πρέπει να φοβάσαι τις δυσκολίες, δεν πρέπει να φοβάσαι τις στρεψοδικίες, τις τρικλοποδιές, τις προσβολές και τις καταδιώξεις απομέρους των «αρχηγών» (που, όντας οπορτουνιστές και σοσιαλσοβινιστές, συνδέονται στις περισσότερες περιπτώσεις άμεσα ή έμμεσα με την αστική τάξη και με την αστυνομία), αλλά να δουλεύεις υποχρεωτικά εκεί που είναι οι μάζες. Πρέπει να είσαι σε θέση να κάνεις κάθε θυσία, να υπερνικάς τα πιο μεγάλα εμπόδια για να διεξάγεις μια συστηματική, επίμονη, σταθερή και υπομονητική προπαγάνδα και ζύμωση μέσα σ’ εκείνα ακριβώς τα ιδρύματα, τους συλλόγους και τις ενώσεις, ακόμη και στις πιο αντιδραστικές, όπου υπάρχουν προλεταριακές και μισοπρολεταριακές μάζες. Και τα συνδικάτα και οι εργατικοί συνεταιρισμοί (οι τελευταίοι τουλάχιστο ορισμένες φορές) είναι ακριβώς οργανώσεις όπου υπάρχει μάζα. Στην Αγγλία, σύμφωνα με τα στοιχεία της σουηδικής εφημερίδας «Folkets Dagblad Politiken» (της 10/3/ 1920), ο αριθμός των μελών των τρέιντ-γιούνιον από το τέλος του 1917 ως το τέλος του 1918 ανέβηκε από 5,5 εκατομμύρια σε 6,6 εκατομμύρια, δηλ. αυξήθηκε κατά 19%. Κατά τα τέλη του 1919 ο αριθμός αυτός υπολογίζεται ότι φτάνει ως τα 7 1/2 εκατομμύρια. Δεν έχω πρόχειρα τα αντίστοιχα στοιχεία για τη Γαλλία και τη Γερμανία, υπάρχουν όμως απόλυτα αναμφισβήτητα και πασίγνωστα γεγονότα που μαρτυρούν μια μεγάλη αύξηση του αριθμού των μελών των συνδικάτων και σ’ αυτές τις χώρες.
Τα γεγονότα αυτά μιλούν πεντακάθαρα για εκείνο που επιβεβαιώνουν και χιλιάδες άλλες ενδείξεις όπως: η αύξηση της συνειδητότητας και της τάσης για οργάνωση που παρατηρείται ακριβώς στις προλεταριακές μάζες, στα «κατώτερα στρώματα», στις πιο καθυστερημένες μάζες. Εκατομμύρια εργάτες στην Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία περνούν για πρώτη φορά από την πλήρη ανοργανωσιά στη στοιχειώδη, κατώτερη, απλούστατη και πιο προσιτή (για εκείνους που είναι ακόμη εντελώς διαποτισμένοι με τις αστικές δημοκρατικές προλήψεις) μορφή οργάνωσης, δηλ. στα συνδικάτα. Και οι επαναστάτες, απερίσκεπτοι όμως, αριστεροί κομμουνιστές στέκονται πλάι και φωνάζουν «μάζες», «μάζες»! –και αρνούνται να δουλέψουν μέσα στα συνδικάτα!!, αρνούνται με την πρόφαση ότι είναι «αντιδραστικά»!!, και σοφίζονται μια «εργατική ένωση» καινούργια, καθαρή, αμόλυντη από τις αστικοδημοκρατικές προλήψεις, απαλλαγμένη από τις συντεχνιακές και τις στενά επαγγελματικές αμαρτίες, που θα είναι τάχα (θα είναι!) πλατιά και που για την εγγραφή μελών σ’ αυτή θα απαιτείται μονάχα (μονάχα!) «η αναγνώριση του σοβιετικού συστήματος και της σοβιετικής δικτατορίας» (βλ. το παραπάνω απόσπασμα)!!
Δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μεγαλύτερο παραλογισμό, μεγαλύτερη ζημιά για την επανάσταση απ’ αυτή που φέρνουν οι «αριστεροί» επαναστάτες! Ακόμη και τώρα στη Ρωσία, αν ύστερα από 2 1/2 χρόνια πρωτοφανέρωτες νίκες ενάντια στην αστική τάξη της Ρωσίας και της Αντάντ βάζαμε σαν όρο εγγραφής στα συνδικάτα την «αναγνώριση της δικτατορίας», θα κάναμε ανοησία, θα καταστρέφαμε την επιρροή μας στις μάζες, θα βοηθούσαμε τους μενσεβίκους. Γιατί όλο το καθήκον των κομμουνιστών είναι ακριβώς να ξέρουν να πείθουν τους καθυστερημένους, να ξέρουν να δουλεύουν ανάμεσά τους και όχι να απομονώνονται απ’ αυτούς με επινοημένα, παιδιάστικα-«αριστερά» συνθήματα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κύριοι Γκόμπερς, Χέντερσον, Ζουό και Λεγκίν θα χρωστούν μεγάλη ευγνωμοσύνη στους «αριστερούς» αυτούς επαναστάτες, που σαν τη γερμανική αντιπολίτευση «αρχών» (ο θεός να μας φυλάει από παρόμοιες «αρχές»!) ή σαν μερικούς επαναστάτες από τους αμερικανούς «Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου» προπαγανδίζουν την αποχώρηση από τα αντιδραστικά συνδικάτα και την άρνηση να δουλεύουμε σ’ αυτά. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι κύριοι «αρχηγοί» του οπορτουνισμού θα καταφύγουν σε όλες τις μανούβρες της αστικής διπλωματίας και στη βοήθεια των αστικών κυβερνήσεων, των παπάδων, της αστυνομίας και των δικαστηρίων, για να μην επιτρέψουν στους κομμουνιστές να μπουν στα συνδικάτα, για να τους εκτοπίσουν με κάθε μέσο απ’ αυτά, για να κάνουν τη δουλιά τους μέσα στα συνδικάτα όσο το δυνατό πιο δυσάρεστη, για να τους προσβάλουν, να τους κατατρέξουν και να τους καταδιώξουν. Πρέπει να είμαστε σε θέση να αντιταχθούμε σε όλα αυτά, να δεχτούμε όλες και τις κάθε λογής θυσίες κι ακόμη –σε περίπτωση ανάγκης– να χρησιμοποιήσουμε κάθε λογής τεχνάσματα, κάθε πονηριά, κάθε παράνομο τρόπο δουλιάς, να παρασιωπούμε ή να κρύβουμε την αλήθεια, μόνο και μόνο για να μπούμε μέσα στα συνδικάτα, να μείνουμε σ’ αυτά, να κάνουμε μέσα σ’ αυτά με κάθε θυσία κομμουνιστική δουλιά. Στον τσαρισμό ως το 1905 δεν είχαμε καμιά «νόμιμη δυνατότητα», όταν όμως ο Ζουμπάτοφ της Οχράνας οργάνωσε εργατικές συνελεύσεις και εργατικούς συλλόγους μαύρων εκατονταρχιών για να πιάνει τους επαναστάτες και για να πολεμά τους επαναστάτες στέλναμε σ’ αυτές τις συνελεύσεις και σ’ αυτούς τους συλλόγους μέλη του Κόμματός μας (ανάμεσα σ’ αυτούς θυμάμαι προσωπικά τον σ. Μπάμπουσκιν, εξαίρετο εργάτη της Πετρούπολης που τον τουφέκισαν οι στρατηγοί του τσάρου το 1906) που δημιουργούσαν σύνδεση με τις μάζες, που μηχανεύονταν τρόπους για να κάνουν ζύμωση και που αποσπούσαν τους εργάτες από την επιρροή των ανθρώπων του Ζουμπάτοφ[8]. Φυσικά, είναι πιο δύσκολο να γίνει τέτια δουλιά στη Δυτική Ευρώπη, που είναι ιδιαίτερα διαποτισμένη από τις εξαιρετικά ριζωμένες προλήψεις νομιμοφροσύνης και τις άλλες συνταγματικές και αστικοδημοκρατικές προλήψεις. Μα μπορεί να γίνει και πρέπει να γίνει και μάλιστα να γίνεται συστηματικά.
Επιτροπή της III Διεθνούς πρέπει, κατά την προσωπική μου γνώμη, να καταδικάσει ανοιχτά και να προτείνει στο επόμενο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς να καταδικαστεί τόσο γενικά η πολιτική της μη συμμετοχής στα αντιδραστικά συνδικάτα (με μια λεπτομερειακή αιτιολόγηση που να εξηγεί γιατί είναι παράλογη η μη συμμετοχή και εξαιρετικά επιζήμια για την υπόθεση της προλεταριακής επανάστασης), όσο και ειδικά η στάση ορισμένων μελών του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ολλανδίας, που –άμεσα ή έμμεσα, ανοιχτά ή σκεπασμένα, ολοκληρωτικά ή μερικά, αυτό δεν έχει σημασία–υποστήριξαν αυτή τη λαθεμένη πολιτική. Η III Διεθνής πρέπει να ξεκόψει από την τακτική της II Διεθνούς και να μην προσπερνά τα φλέγοντα ζητήματα, να μην τα σκεπάζει, αλλά να τα βάζει ανοιχτά. Είπαμε καταπρόσωπο όλη την αλήθεια στους «ανεξάρτητους» (Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας)[9], καταπρόσωπο πρέπει να πούμε όλη την αλήθεια και στους «αριστερούς» κομμουνιστές.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Σε «καταστολή» οι ψυχιατρικές δομές

απο ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ

Η διοίκηση ΨΝΑ «Δαφνί» μείωσε κατά δύο χρόνια τα συμβόλαια σε πάνω από 100 εξω­νοσοκομειακές στεγαστικές μονάδες

Μόλις χθες ενημερώθηκε η πενταμελής επιτροπή ΕΙΝΑΠ στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Δαφνίου για την απόφαση που έλαβε η διοίκηση του νοσοκομείου, να μειώσει από τέσσερα σε δύο χρόνια την ισχύ των συμβολαίων για περισσότερες από 100 εξωνοσοκομειακές στεγαστικές μονάδες.

Η απόφαση λήφθηκε την περασμένη Πέμπτη, ύστερα από έκτακτη και μονοθεματική συνεδρίαση του Δ.Σ. του νοσοκομείου, και δεν διαφέρει πολύ από τις γνωστές κυβερνητικές πρακτικές των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου. Οι δομές αυτές, των οποίων τα συμβόλαια ανανεώθηκαν πριν από λίγες εβδομάδες, φιλοξενούν περίπου 600 επανενταγμένους στην κοινότητα «ασθενείς». Πρέπει να σημειωθεί ότι με το Σύμφωνο Λυκουρέντζου – Αντόρ, που υπογράφηκε πριν από περίπου δύο μήνες, προβλέπεται ότι μέχρι το τέλος του 2015 θα πρέπει να κλείσουν όλα τα ψυχιατρικά νοσοκομεία που έχουν απομείνει, χωρίς βέβαια να έχει γίνει καμιά προσπάθεια μέχρι στιγμής για να αντικατασταθούν.

Η κρίση έχει αποδιοργανώσει και έχει υποβαθμίσει εντελώς τις δομές του ψυχιατρικού κλάδου, ενώ επηρεάζει άμεσα τόσο τους ίδιους τους ασθενείς όσο και τους εργαζόμενους σε αυτόν. Το βασικότερο πρόβλημα εντοπίζεται στις διακομιδές των ασθενών. Μέχρι τώρα, την ταλαιπωρία υπέμεναν οι νοσηλευτές, οι οποίοι έπρεπε να συνοδεύουν και να περιμένουν πολλές ώρες τον ασθενή στα διάφορα νοσοκομεία, μέχρις ότου να βγει η διάγνωση του προβλήματος για το οποίο διεκομίσθη.

Πλέον, τη διαδικασία αυτή καλούνται να κάνουν ειδικευόμενοι ψυχίατροι, οι οποίοι θα αφιερώνουν τον περισσότερο χρόνο της ειδίκευσής τους στις διακομιδές. Οι πρακτικές αυτές ερμηνεύονται ως μία προσπάθεια διάσπασης του προσωπικού, κυρίως των νοσηλευτών και των γιατρών.

Βέβαια, οι συνέπειες των πρακτικών αυτών έχουν κυρίως αντίκτυπο στους φιλοξενούμενους των δομών ψυχικής υγείας, οι οποίοι πλέον δεν υποβάλλονται στις απαιτούμενες διαγνωστικές εξετάσεις, με το επιχείρημα ότι είναι περιττές. Μάλιστα, η διοίκηση των νοσοκομείων, του ΨΝΑ «Δαφνί» και του «Δρομοκαΐτειου» καυχιέται ότι μείωσε τις διακομιδές κατά 50%, χωρίς να λογαριάζει το κόστος στην υγεία αλλά και την ίδια τη ζωή των συνανθρώπων μας.

Διαλεκτή Αγγελή

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

ΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΨΥΧΙΑΤΡΟΥ Θ. ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

(ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΘΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΡΟΣ ΜΙΑ
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ)

Ψ.Υ-1   Είναι σε εποχές σαν κι΄ αυτή, και ιδιαίτερα σ΄ αυτή που ζούμε σήμερα, της πιο βαθειάς κρίσης στην ιστορία του καπιταλισμού, που η υλική βάση της δοσμένης κοινωνικής οργάνωσης, αυτή που (πάντα σε «τελευταία ανάλυση») προσδιορίζει το όποιο εποικοδόμημα (πολιτικό, πολιτιστικό κλπ), εκδηλώνεται με τρόπο που φέρνει αυτόν τον υπερπροσδιορισμό που ασκεί, σε πρώτο πλάνο: πρόκειται για την οικονομία ως σύστημα κοινωνικών σχέσεων.

Όπως όλες οι διαστάσεις της κοινωνικής ζωής, έτσι και η «Ψυχική Υγεία», είτε ως κατάσταση «υγείας» του υποκειμένου, είτε ως σύστημα υπηρεσιών που απαντούν σε (ή διαχειρίζονται και ελέγχουν) αντίστοιχες ανάγκες, βρίσκεται σε μιαν ορισμένη, ιστορικά διαμορφωμένη σχέση με την εκάστοτε κοινωνική οργάνωση, εντός της οποίας αναδύεται, λαμβάνει υπόσταση, δομείται και λειτουργεί.

Σε πείσμα των όποιων βιολογικών και ψυχολογικών (ή και κοινωνιολογικών) αναγωγισμών, είναι η απύθμενη βαρβαρότητα που πηγάζει και αναδύεται σήμερα από τα σπλάχνα της συγκεκριμένης κοινωνικής οργάνωσης, που φέρνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο στο προσκήνιο και κάνει «ορατό» αυτό που σε άλλες περιόδους (ή φάσεις του, πάλαι ποτέ, οικονομικού «κύκλου») μπορούσε να «κρύβεται», αφήνοντας ένα πεδίο φαινομενικής ‘απροσδιοριστίας΄, ελεύθερο για τις όποιες θεωρησιακές και αναγωγιστικές υποθέσεις και κατασκευές, μακράν, ερήμην και ενάντια στον όποιο υπερπροσδιορισμό (διαλεκτικό και σε καμιά περίπτωση γραμμικό και μονοσήμαντο) από την οικονομική βάση της κοινωνικής οργάνωσης : ως προς το ‘καλώς έχειν’, τις προσδοκίες και τις ποικίλες νοηματοδοτήσεις του υποκειμένου, αλλά και τις μορφές, την ένταση και την έκταση του ψυχικού πόνου. Ως προς τις ‘επιστημονικές’ κατασκευές, τα θεωρητικά σχήματα και τις πρακτικές της κατεστημένης ψυχιατρικής, που λειτουργούν σε μια λογική αντιστοιχίας και συνέργιας με τα στερεότυπα, τις διαδικασίες και τις πολιτικές του κοινωνικού αποκλεισμού. Ως προς τα συστήματα, τέλος, Υγείας και Ψυχικής Υγείας, που διαμορφώνονται σε συνάρτηση με τα παραπάνω και συγκροτούνται με σκοπό την θεραπεία και/ή τον έλεγχο καταστάσεων οδύνης, ‘μη κανονικών’ και ανεπιθύμητων συμπεριφορών.

Παρ΄ όλα αυτά, ακόμα και σήμερα, όταν τα διαδοχικά μνημόνια οδηγούν όλο και πιο πλατειά κοινωνικάΑΣΤΕΓΟΣ-ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΣστρώματα σε μια χωρίς προηγούμενο εξαθλίωση, όταν το αίσθημα της απόγνωσης γίνεται καθημερινό βίωμα σε μια ζωή από την οποία αφαιρείται ο ίδιος ο «φέρων οργανισμός» της, που είναι η ελπίδα σε ένα μέλλον(όταν, δηλαδή, αφαιρείται αυτό που θεμελιώνει και κάνει δυνατή τη ζωή ως τον ορίζοντα που ανοίγει και αποκαλύπτεται ως μια προοπτική), καθώς η συντριπτική πλειονότητα καλείται να συλλάβει, πλέον, τη ζωή της εν μέσω της «απουσίας μέλλοντος» που οικοδομούν γι΄ αυτήν οι νέοι όροι για την «σωτηρία» του συστήματος, ακόμα και τώρα, ο κύριος κορμός της ψυχιατρικής κοινότητας (και ανεξαρτήτως θεωρητικής «σχολής» και/ή πολιτικής τοποθέτησης) εξακολουθεί να θεωρεί την επίδραση της οικονομικής κρίσης, στην καλλίτερη περίπτωση, ως ‘εκλυτικό’ παράγοντα του ψυχικού πόνου, σπανίως όμως, ως, κατά κύριο λόγο, αιτία του.

Ακόμα και οι αυτοκτονίες, με την ραγδαία αύξησή τους μετά το ξέσπασμα της κρίσης, ως έκφραση της αλματώδους αύξησης της έντασης, του βάθους και της έκτασης της ανθρώπινης υπαρξιακής απόγνωσης και της αίσθησης ενός αμετάκλητου αδιεξόδου, τείνουν, ακόμα και τώρα, ν΄ αποδίδονται πρωτίστως (κυρίως από κάποιους ψυχαναλυτές) σε ‘εσωτερικούς’ παράγοντες, που έχουν την καταγωγή τους σε τραυματικά βιώματα της παιδικής ηλικίας, με την επίδραση της κρίσης ν΄ αποτελεί, στην καλλίτερη περίπτωση, ένα δευτερεύων, απλώς επιβαρυντικό, στοιχείο στο όλο πλέγμα των ερμηνειών  τους. Αλλοι πάλι, από όλο, σχεδόν, το φάσμα των «σχολών», αμφισβητούν είτε την ίδια την αύξηση των αυτοκτονιών στην Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια, είτε, οι περισσότεροι, το μέγεθος αυτής της αύξησης και υποστηρίζουν ότι η όλη φιλολογία περί αύξησης (και μάλιστα μεγάλης) των αυτοκτονιών οφείλεται σε άγνοια, διαστρέβλωση, υπερεκτίμηση ή εσφαλμένη ανάγνωση των υπαρχόντων στατιστικών στοιχείων, τα οποία, σύμφωνα με τα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ, παρουσιάζουν από μικρή μείωση, το 2010 (σε σχέση με το 2009), έως μια κατά 26.5% αύξηση το 2011. Ακούμε συχνά ότι αυξήθηκε κυρίως η ‘αυτοκτονικότητα’, αλλά όχι τόσο οι αυτοκτονίες – αν και μια αύξηση έστω κατά 26.5% σ΄ ένα χρόνο δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αντιμετωπιστεί ως αμελητέα. Το 2011 σημειώθηκαν, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, 477 αυτοκτονίες, σε σχέση με τις 377 το 2010. Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφουν 328 αυτοκτονίες το 2007, 373 το 2008 και 391 το 2009. Ο αριθμός των 477 αυτοκτονιών το 2011 είναι ο μεγαλύτερος που έχει καταγραφεί στην Ελλάδα εδώ και 50 χρόνια, από τότε, δηλαδή, που άρχισαν οι επίσημες καταγραφές, σύμφωνα με τον ΠΟΥ. Υπολείπεται σίγουρα πολύ από τον πραγματικό αριθμό, αλλά ακόμα και αυτό το ποσοστό αύξησης, αυτός ο αριθμός για το 2011, δεν επιτρέπει με κανένα με κανένα τρόπο ν΄ αντιμετωπίζονται μ΄ ένα είδος «ιερής αγανάκτησης», με την οποία «σκίζει τα ιμάτιά της», μεγάλο μέρος της ψυχιατρικής κοινότητας, οι καθόλου αβάσιμοι ισχυρισμοί ότι η αύξηση του ποσοστού των αυτοκτονιών είναι πολύ μεγαλύτερη από τα επίσημα στοιχεία. Σαν μια υπόρρητη προσπάθεια εξιλέωσης του συστήματος και των καταστροφών που προκαλεί… σαν να θέλουν να πουν «εντάξει, δύσκολη η κατάσταση, αλλά ο κόσμος αντέχει ακόμα, μη γινόμαστε υπερβολικοί …γιατί, στο κάτω-κάτω, δεν αυτοκτονούν όλοι, αλλά ορισμένοι; Αρα οι εσωτερικές/υποκειμενικές αιτίες παίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο…».
ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΣΤέτοιες τοποθετήσεις, τέτοιες στάσεις, τείνουν να βρίσκονται πολύ πίσω ακόμα και από κλασσικά εγχειρίδια αναφοράς που εισάγουν ως εξής στην διαπραγμάτευση που κάνουν για την αυτοκτονία: «Η αυτοκτονία είναι έναςεμπρόθετος αυτο-προκαλούμενος θάνατος….  Η αυτοκτονία δεν είναι μια άσκοπη ή τυχαία ενέργεια. Αντίθετα, είναι ένας δρόμος έξω από ένα πρόβλημα ή μια κρίση, που προκαλεί αμετάκλητα έντονη οδύνη. Η αυτοκτονία συνδέεται με ακυρωμένες ή ανεκπλήρωτες ανάγκες, αισθήματα απελπισίας και «αβοήθητου» (helpnessness), αμφιθυμικές συγκρούσεις ανάμεσα στην επιβίωση και στο ανυπόφορο stress, ένα στένεμα των επιλογών που γίνονται αντιληπτές και μια ανάγκη διαφυγής…» (Kaplan, Sadock, Grebb: «Synopsis of Psychiatry», 7th edition, 1994) (υπογρ. δική μας). Ή, μήπως, έχουν καταστεί, πλέον, ‘υπερβολικά κλασσικά’ μπροστά στις νέες βιοπολιτικές ανάγκες που καλείται να υπηρετήσει η σημερινή ψυχιατρική της εποχής των μνημονίων;

Παρ΄ όλη την δηλωμένη λατρεία της κυρίαρχης ψυχιατρικής στα λεγόμενα «ερευνητικά δεδομένα», φαίνεται ότι η χρήση και η αξιοποίησή τους, ή, αντίθετα, η αποσιώπηση και απόκρυψή τους, είναι πολύ επιλεκτική. Επί του προκειμένου, μ΄ αυτές τις τοποθετήσεις, αγνοείται πλήρως (ή υποβαθμίζεται σε περιφερειακής σημασίας ζήτημα) η πληθώρα των εμπεριστατωμένων και πλήρως τεκμηριωμένων ερευνών, εδώ και πάνω από 80 χρόνια (ήδη από την δεκαετία του 30), για την μεγάλη αύξηση των αυτοκτονιών στον καπιταλιστικό κόσμο, στις περιόδους οικονομικής κρίσης (ύφεσης και ανεργίας). Τα σχετικά ερευνητικά δεδομένα θα έπρεπε ν΄ αποτελούν τη βάση και να συνιστούν τους κατευθυντήριους άξονες όχι μόνο για την περαιτέρω έρευνα, αλλά, επίσης, για την κατανόηση και την αντιμετώπιση του ζητήματος. Ότι, δηλαδή, η αυτοκτονία έχει πολύ να κάνει με τις διαδικασίες στον τομέα της εργασίας (labor dynamics) και ιδιαίτερα με την ανεργία (1). Οτι τα ποσοστά των αυτοκτονιών κορυφώνονται στην διάρκεια περιόδων οικονομικής ύφεσης σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα (2). Οτι ο δείκτης της ανεργίας είναι ο σημαντικότερος προγνωστικός παράγοντας των μεταβολών στα ποσοστά αυτοκτονίας, έχοντας μεγαλύτερη επίδραση στα ποσοστά αυτοκτονίας στους άρρενες (3). Ότι σε όλο το βιομηχανικό κόσμο η αυτοκτονία είναι πιο συχνή στους ηλικιωμένους και επίσης σε αυτούς που έχουν αποσυρθεί από την εργασία σε σχέση με τους ίδιας ηλικίας εργαζόμενους (4). Ότι, γενικά, εκτός από την ανεργία (που έχει τον πρωτεύοντα ρόλο), κρίσιμους στρεσσογόνους παράγοντες που οδηγούν στην αυτοκτονία, αποτελούν και τα προβλήματα στον χώρο εργασίας (που προφανώς πολλαπλασιάζονται στην διάρκεια των κρίσεων), καθώς και τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα, που δυσκολεύουν και δημιουργούν αδιέξοδα την καθημερινή ζωή του ατόμου (5). Ότι, ήδη από την εποχή του Emile Durkheim, τα υπάρχοντα δεδομένα έχουν διαχρονικά επιβεβαιώσει την διαπίστωσή του ότι «η εργασία προστατεύει από την αυτοκτονία» (6).
Θα ήταν ίσως καλλίτερα, προκειμένου να διατηρηθεί ένα τελευταίο ίχνος επιστημονικής εγκυρότητας και ανεξαρτησίας, ή, έστω, αποστασιοποίησης από την παραδοσιακή συμμαχία κράτους και ψυχιατρικής, να γίνει επιτέλους παραδεκτή η έλλειψη ενός αξιόπιστου εθνικού στατιστικού συστήματος, να σκύψει κανείς και σε άλλες στατιστικές πηγές, όπως σ΄ αυτή του σωματείου των εργαζομένων στο ΕΚΑΒ (οι πρώτοι που καλούνται να σπεύσουν σε απόπειρες ή τελεσθείσες αυτοκτονίες, τις οποίες καταγράφουν) και, προ πάντων, ν΄ αναζητηθεί η συγκρότηση ενός πραγματικά αξιόπιστου συστήματος συλλογής στοιχείων για τον πραγματικό αριθμό των αυτοκτονιών. Οπου, πχ, να υπολογίζονται, με τον κατά το δυνατόν πιο ακριβή τρόπο, οι ‘συγκεκαλυμμένες’ αυτοκτονίες, αυτές, οι όχι λίγες, που, βοηθούντος και του μη άμεσα ‘ορατού’ τρόπου με το οποίο γίνονται, αποκρύπτονται από την οικογένεια, λόγω πολιτισμικών παραδόσεων, ή αυτές που προκαλούνται με έμμεσο τρόπο από ενέργειες του ατόμου κλπ. Σε ορισμένα συστήματα καταγραφής, οι απόπειρες που καταλήγουν σε εισαγωγή στο νοσοκομείο, καταγράφονται και παραμένουν καταγεγραμμένες ως τέτοιες, χωρίς να λαμβάνεται η υπόψιν η πιθανή τους μοιραία κατάληξη μερικές ημέρες μετά την εισαγωγή. Και αποτελεί ένα πραγματικό ερώτημα το πώς θα εκτιμηθεί, και αντίστοιχα θα καταγραφεί, ο επίσης μεγάλος αριθμός των σοβαρών αποπειρών αυτοκτονίας, με σαφή πρόθεση τερματισμού της ζωής, που δεν πετυχαίνουν το σκοπό τους, για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με την πρόθεση (στη βάση και των εύκολων ερμηνειών περί υποσυνείδητων προθέσεων που αντιστρατεύονται τη συνειδητή απόφαση), αλλά με λόγους συγκυριακούς και τυχαίους που δεν επέτρεψαν το αποτέλεσμα που ήταν αναμενόμενο από την ενέργεια που επελέγη. Συχνά, τέτοιες απόπειρες επαναλαμβάνονται  με επιτυχή κατάληξη την δεύτερη ή την τρίτη φορά – χωρίς απαραίτητα να υπόκειται μια σοβαρή «καταθλιπτική διαταραχή» σύμφωνα με τα υπάρχοντα ταξινομικά συστήματα. Δεν είναι «ψευδο» απόπειρες, που, ενίοτε, «κατά λάθος» πετυχαίνουν, αλλά πραγματικές απόπειρες, που, ενίοτε, «κατά λάθος» αποτυγχάνουν. Η θέση που αυτές πρέπει να έχουν, δεν είναι σε μια απλή καταγραφή «αποπειρών», σε αντιδιαστολή με αυτές που κατέληξαν σε θάνατο. Αυτές οι απόπειρες ανήκουν στον ίδιο «χώρο» με αυτές που κατέληξαν και η μόνη διάκριση που πρέπει να υπάρχει, ως καθαρά αριθμητικό στοιχείο, είναι το αν τελικά επήλθε ή όχι θάνατος. Μπορούν, όμως, οι υπάρχουσες στατιστικές υπηρεσίες να κάνουν τέτοιες εκτιμήσεις; Και ποιόν από τους κρατούντες ενδιαφέρει να δημιουργηθούν οι όροι ώστε να μπορούν  να γίνουν τέτοιες εκτιμήσεις;
ΑΣΤΕΓΟΣΤο γεγονός ότι το «πρόβλημα των αυτοκτονιών», τόσο ως ποσοστό ανόδου (υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα, μια χώρα με ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών στη Ευρώπη, έχει υπάρξει ένας περίπου διπλασιασμός των αυτοκτονιών τα τελευταία τρία χρόνια – εγγίζοντας τις δυο κατά μέσον όρο ημερησίως), όσο και στην άμεσα αιτιώδη σύνδεση αυτής της ανόδου με την οικονομική κρίση, δεν γίνεται δεκτό και/ή υποβαθμίζεται από την πλειονότητα της ψυχιατρικής κοινότητας, ανακαλεί την αντίστοιχη απόρριψη με την οποία, αυτή η κατεστημένη διεθνής ψυχιατρική κοινότητα έχει αντιμετωπίσει την επίδραση του κοινωνικού πλαισίου (ως καθοριστικού, αιτιώδους παράγοντα) όχι μόνο στην επιδείνωση (και στη μορφή που εμφανίζεται), αλλά και στην ίδια την πρόκληση και την δημιουργία του ψυχικού πόνου και της ψυχικής διαταραχής. Όπως, πχ, τα ποικιλοτρόπως διασταυρωμένα ερευνητικά δεδομένα που αφορούν στη σύνδεση της «σχιζοφρένειας» με τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, ότι δηλαδή, η «σχιζοφρένεια» μπορεί να προκληθεί, έστω και εν μέρει, από παράγοντες που έχουν να κάνουν με τις συνθήκες ζωής των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Όπως είχαν γράψει  σχετικά οι αμερικανοί ψυχίατροι John Strauss και William Carpenter, αυτή η απόρριψη των κοινωνικών παραγόντων (όχι ως επιμέρους, με απλώς «επιβαρυντικό» χαρακτήρα, στοιχείων μιας κατά βάση βιολογικής αιτιότητας, αλλά ως αιτιολογικών παραγόντων) από την επίσημη ψυχιατρική κοινότητα «…μπορεί ν΄ αντανακλά το γεγονός ότι η έρευνα, η συγγραφή κλινικών συγγραμμάτων και η διδασκαλία που ασκείται, προέρχονται, συνήθως, από πρόσωπα και θεσμούς προσανατολισμένους πρωτίστως στην κατεύθυνση των ανώτερων και μεσαίων κοινωνικών  τάξεων, ενώ ένας μεγάλος αριθμός των ασθενών που πάσχουν από σχιζοφρένεια προέρχονται από τις κατώτερες τάξεις και είναι άνεργοι» (7).     
Πέραν αυτού, υπάρχει ένα ακόμα στοιχείο, που πρέπει να τύχει ιδιαίτερης προσοχής στη σημερινή εποχή, για τον ρόλο που καλείται να παίξει η Ψυχιατρική, σε πλήρη συμφωνία με την κοινωνική της αποστολή στη βάση της οποίας συστάθηκε ήδη από τον 19ο αιώνα: πρόκειται για την λειτουργία της ως αναπόσπαστης παραμέτρου της, κατά τον Μισέλ Φουκώ, βιοεξουσίας για την άσκηση μιας «βιοπολιτικής του πληθυσμού»: δηλαδή, για την «χειραγώγηση των σωμάτων και την υπολογιστική διαχείριση της ζωής» για τις ανάγκες του κεφαλαίου. Πτυχές της η υγεία, η υγιεινή, η γεννητικότητα, η ευγονική, η μακροζωία, οι φυλές, η ιατρική και η ψυχιατρική εξουσία κλπ (8). Ο υγειονομικός θεσμός (με τις υγειονομικές ζώνες, που γίνονται ξανά στις μέρες μας κεντρικός και καθημερινός τρόπος διαχείρισης του πληθυσμού, με την καταδίωξη και διαπόμπευση των οροθετικών, τα προγκρόμ και τα στρατόπεδα, μετά από αυτά των μεταναστών, των τοξικομανών, των αστέγων κοκ) ήταν, από συστάσεώς του, ένας από του κύριους μηχανισμούς κοινωνικού ελέγχου.
Τι ήταν αυτό που αποτέλεσε την συστατική πράξη της ψυχιατρικής, ως αναπόσπαστου μέρους της βιοεξουσίας; Ηταν, κατά τον Μ. Φουκώ, ηιατρικοποίηση του μη κανονικού, μέσω της τοποθέτησης του εκφυλισμού, που αυτός (ο μη κανονικός) αντιπροσώπευε (του ‘διαφορετικού’ ως κατωτερότητας), πάνω στο έδαφος της κληρονομικότητας. Αυτό οδήγησε στην απώλεια του όποιου θεραπευτικού της νοήματος, καθώς επιδίωξή της δεν θα είναι, πλέον, να θεραπεύσει, αλλά να λειτουργήσει πρωτίστως ως άμυνα της κοινωνίαςαπέναντι στους κινδύνους που αντιπροσωπεύουν οι μη κανονικοί. Προσλαμβάνει, έτσι, η ψυχιατρική μια λειτουργία, απλώς, νόμου και τάξης. «Γίνεται η επιστήμη της επιστημονικής προστασίας της κοινωνίας, γίνεται η επιστήμη της βιολογικής προστασίας του είδους» (9). Και είναι σ΄ αυτή τη βάση, με αφετηρία τον εκφυλισμό και την κληρονομικότητα, που η ψυχιατρική οδηγεί σε ένα ρατσισμό διαφορετικό από τον παραδοσιακό «εθνοτικό ρατσισμό» εκείνης της εποχής, «ένα ρατσισμό απέναντι στο μη κανονικό, απέναντι στα άτομα που επειδή είναι φορείς, είτε μιας κατάστασης, είτε ενός στίγματος, είτε ενός ελαττώματος, μπορούν να μεταδώσουν στους απογόνους τους, με τον πιο αστάθμητο τρόπο, τις απρόβλεπτες συνέπειες του μη κανονικού που φέρουν μέσα τους» (10). Ενα ρατσισμό «όχι ως πρόληψη, ή προστασία απέναντι σε μια άλλη ομάδα, αλλά για τον εντοπισμό μέσα στην ίδια την ομάδα όσων θα μπορούσαν πράγματι να είναι φορείς του κινδύνου. Ρατσισμός εσωτερικός, που επιτρέπει να φιλτράρονται όλα τα άτομα στο εσωτερικό μιας δεδομένης κοινωνίας» (υπογρ. δική μας) (11). Συμβάδισε, αυτός ο ρατσισμός, σε δρόμους παράλληλους, με τον παραδοσιακό ρατσισμό, που στη Δύση ήταν, πρωτίστως ο αντισημιτισμός, για να συγχωνευθεί μαζί του στις συνθήκες του ναζισμού. «Αλλά ακόμα και όταν απαλλάχθηκε από αυτές τις μορφές του ρατσισμού, ή ακόμα και όταν δεν ενεργοποίησε πραγματικά αυτές τις μορφές του ρατσισμού, η ψυχιατρική λειτούργησε πάντα, από τα τέλη του 19ου αιώνα, πρωτίστως ως μηχανισμός και αρχή  κοινωνικής άμυνας» (12).
Γιατί, τι άλλο από λειτουργία ως μηχανισμού κοινωνικής άμυνας είναι η αναγωγή του κοινωνικού στο ψυχολογικό/ατομικό και αυτού στο βιολογικό, στη βάση της οποίας λειτουργούν, στην πλειονότητά τους, όλα τα ρεύματα του κυρίαρχου παραδείγματος της σύγχρονης ψυχιατρικής;
Με τον τρόπο που είναι δομημένη και λειτουργεί η ψυχιατρική, ακόμα και στην καλλίτερη των περιπτώσεων (όταν, δηλαδή, έστω για λίγο, σηκωθεί το βλέμμα από την αυστηρή και μονομερή προσήλωση στους ‘εσωτερικούς μηχανισμούς’ του ατόμου), δεν μπορεί να πάει πέρα από την απλή αναγνώριση των κοινωνικών ‘παραγόντων’ (με την αναπαραγωγή της αναγωγιστικής προσέγγισης, αυτή τη φορά στο ‘κοινωνιολογικό’) ως μιας πραγματικότητας, υπαρκτής και καθοριστικής, αλλά την οποία το άτομο πρέπει να αποδεχτεί ως αυτή που είναι και να αναπτύξει τους προσαρμοστικούς του, προς αυτήν, μηχανισμούς. Σ΄ αυτή την κατεύθυνση λειτουργεί η πρακτική του «ψυχοφάρμακου ως μονόδρομου» (για τον απλό κατευνασμό της έντασης της οδύνης, αφήνοντας ανέγγιχτες τις αιτίες που την προκαλούν), αλλά και το πλήθος των ψυχοθεραπευτικών τεχνικών, ακόμα και πολλών εκ των λεγόμενων ‘οικογενειακών’, όπου η έμφαση είναι, εν τέλει, στην αλλαγή του ατόμου, προκειμένου να προσαρμοστεί σε μιαν αμετακίνητη πραγματικότητα – ακόμα και στις άκρως οφθαλμοφανείς περιπτώσεις, όπου η αλλαγή της πραγματικότητας καθεαυτή θα ήταν ο κύριος, ο καθοριστικός θεραπευτικός παράγοντας.
Σ΄ αυτή τη λογική λειτουργούν, πχ, προγράμματα «υποστήριξης των ανέργων», μέσω κονδυλίων (πολλών εκατομμυρίων) του ΕΣΠΑ, που έχουν ανατεθεί σε ΜΚΟ της ψυχικής υγείας, σε συνεργασία με την ΓΣΕΕ, τα οποία αποσκοπούν, υποτίθεται, στην «ψυχολογική υποστήριξη» των ανέργων, ερήμην του κύριου θεραπευτικού παράγοντα, που θα ήταν η δημιουργία αξιοπρεπώς αμειβόμενων, σταθερών θέσεων  εργασίας. Ψυχιατρική και ψυχολογία στη υπηρεσία του μνημονίου, με το αζημίωτο…
Είναι μ΄ αυτό τον εξοπλισμό, μ΄ αυτή τη λειτουργία, αδύναμη θεραπευτικά και ισχυρή ως εξουσία στηνCATASTROIKAδιεκπεραίωση της «κοινωνικής της ανάθεσης» (ως μηχανισμού κοινωνικής άμυνας), που η ψυχιατρική (αλλά, από πίσω της, και η ψυχολογία) έρχεται ν΄ αντιμετωπίσει, σήμερα, τον ψυχικό πόνο που η κρίση προκαλεί σε όλο και πιο πλατειά στρώματα του πληθυσμού. Συντελώντας, με όλον αυτό τον αναγωγιστικό της εξοπλισμό, στην εμπέδωση του διάχυτου, και άνωθεν ενορχηστρωμένου και κατευθυνόμενου, κλίματος ενοχοποίησης των πλατειών  λαϊκών στρωμάτων για την ίδια την δημιουργία της κρίσης. Οι διάχυτες ατομικιστικές και εγωιστικές συμπεριφορές, προϊόν του αδιέξοδου που προκύπτει από την αδυναμία συγκρότησης μιας συλλογικής, κοινωνικής και χειραφετητικής, διεξόδου από την κρίση (διεξόδου «πέρα από» το σύστημα που την γεννά, και ταυτόχρονα ζει από αυτήν και διαμέσου αυτής), χρησιμοποιούνται ως σημείο αναφοράς για τα αίτια της κρίσης.
Για παράδειγμα, η όλη φιλολογία για τον «καταναλωτισμό», που προβάλλεται ως εκδήλωση ατομικών συμπεριφορών, μιας διάχυτης κουλτούρας, ενός συστήματος πρωτίστως πολιτισμικών αξιών, για το οποίο είναι όλοι συνυπεύθυνοι και ο οποίος θα πρέπει να αποβληθεί μέσα από την επιβολή μιας «ηθικής της σπάνεως», της πλήρους στέρησης, της μαζικής ανεργίας και της εξαθλίωσης, προκειμένου να εμπεδωθεί, καλά και σε βάθος, ότι πρέπει να ζούμε με το, κατά τους εκάστοτε κρατούντες προσδιοριζόμενο, «μέτρο», ή, πιο λαϊκά, ν΄ αρκούμαστε στα «λίγα», που σήμερα ισοδυναμούν με την κοινωνική εξόντωση.
Θα δούμε πολλές ψυχολογικές αναλύσεις για τον «καταναλωτισμό», ως πρωτίστως ατομικής συμπεριφοράς και προσωπικής επιλογής και ευθύνης, στα πλαίσια, ενίοτε, περαιτέρω αναλύσεων ότι «η κρίση είναι πολιτιστική και όχι οικονομική», ή «πρώτα πολιτιστική και μετά οικονομική (!!!)». Αλλά ελάχιστες, έως καμιά αναφορά στην σύγχρονη πηγή του, που είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα και το ξέσπασμα της κρίσης αυτού του συστήματος, μετά την πετρελαϊκή κρίση και την κατάρρευση των συμφωνιών του Μπρέτον Γούντς το 1971, όταν το κυρίαρχο τραπεζικό κεφάλαιο, για να διατηρήσει την κερδοφορία του, στράφηκε στην περαιτέρω δημιουργία χρέους, από το οποίο κέρδιζε μέσω των τόκων, δημιουργώντας μια «οικονομία του χρέους», εντός της οποίας, όχι μόνο δεν υπονομεύθηκαν τα όποια «καταναλωτικά πρότυπα», στη βάση των οποίων το σύστημα από μακρού επιχειρούσε την ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων (ή, τουλάχιστον, μέρους αυτών), αλλά, αντίθετα, καλλιεργήθηκαν περαιτέρω, ενισχύθηκαν και, εν τέλει, επιβλήθηκαν και εξαπλώθηκαν, με κάθε δυνατό τρόπο, σ΄ ολόκληρη την κοινωνία (από την αγορά κατοικίας και αυτοκινήτων πολυτελείας, μέχρι τις διακοπές με δάνειο κοκ). Η αντίφαση, η «λογική του παραλογισμού», στη βάση της οποίας και μόνο μπορούσε να συνεχίσει την κερδοφορία του το κυρίαρχο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, ήταν ακριβώς ότι μπορούσε να απομυζά κέρδος μόνο μετατρέποντας το σύνολο της κοινωνίας σε οφειλέτες, και σε «καλούς καταναλωτές», προκειμένου να συνεχίζουν να είναι και να διαιωνίζονται ως οφειλέτες. Μέχρι, φυσικά, το σπάσιμο της παγκόσμιας φούσκας, από το 2007 και ύστερα (από την Leehman Brothers και την φούσκα των στεγαστικών δανείων, μέχρι την διαδοχική χρεοκοπία ολόκληρων χωρών, με πρώτη την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την  Ισπανία, την Κύπρο, με τη Ιταλία να έπεται, την Ευρώπη ολόκληρη, σε μια πλανητικής κλίμακας  κατολίσθηση που δεν
έχει τέλος).
Δεν υπάρχει καμία θεραπευτική αγωγή για μια τόσο άρρωστη κοινωνίαΠροκειμένου, επομένως, η ψυχιατρική και η ψυχολογία να μην γίνουν συνεργοί στην τρέχουσα βιοπολιτική της διαχείρισης των ραγδαία πολλαπλασιαζόμενων κοινωνικών στρωμάτων που οδηγούνται στην εξαθλίωση και στην κυριολεκτική εξόντωση, μια βιοπολιτική που ασκείται όλο και πιο συστηματικά με το ανέκαθεν προνομιακό εργαλείο της «ιατρικοποίησης» των κοινωνικών αντιφάσεων και σήμερα με τη «ιατρικοποίηση της κρίσης» (13), πρέπει, πρωτίστως, να θέσουν σε αμφισβήτηση την εφαρμογή της ιατρικοποίησης στο δικό τους πεδίο, ως ψυχιατρικοποίησης και ψυχολογικοποίησης.

Είναι σημαντικό ν΄ αποτελούν πάντα βασικές παραμέτρους της τρέχουσας ιατρικής και ψυχιατρικής πρακτικής (του τρόπου σκέψης της και των θεραπευτικών της απαντήσεων) στοιχεία των, εδώ και δεκαετίες, τεκμηριωμένων διεθνών ερευνών, όπως ότι ο υποσιτισμός και η κακή διατροφή, καθώς και οι κακές συνθήκες κατοικίας (ή, η έλλειψή της) αποτελούν σοβαρούς επιβαρυντικούς παράγοντες για την υγεία και σχετίζονται με τα αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.Οτι στρεσσογόνοι παράγοντες όπως η μετανάστευση, η ανεργία, η αλλαγή της εργασίας (όπως και το διαζύγιο και γενικά οι απο-χωρισμοί) αποτελούν σημαντικές αιτίες εμφάνισης, ή επιδείνωσης, ψυχοπαθολογίας μεταξύ των πιο φτωχών στρωμάτων (14). Ότι η ανεργία μπορεί να οδηγήσει σε συναισθηματική αστάθεια, κατάθλιψη, απελπισία, έλλειψη εμπιστοσύνης, προβλήματα στο σπίτι,, περιορισμό της δραστηριότητας και απάθεια (15). Ότι, επίσης, σύμφωνα με άλλες έρευνες, μεταξύ των ανέργων είναι συχνή η χαμηλή αυτοπεποίθηση, όπως και η χαμηλή αυτοεκτίμηση, ενώ έχει διαπιστωθεί στενή σχέση μεταξύ ανεργίας και αυξημένης ψυχικής διαταραχής (16). Σε μια έρευνα στο Λανκασαϊρ της Σκωτίας, στη δεκαετία του 30, βρέθηκε ότι ομάδα ανθρώπων χαρακτηρισμένων ως χρόνιων σχιζοφρενών (των οποίων η ‘χρονιότητα’ συνήθως περιγράφεται με συμπτώματα παρόμοια με αυτά που βρέθηκαν στους μακροχρόνιους ανέργους), έκφρασαν λιγότερο αρνητισμό και περισσότερη αισιοδοξία για το μέλλον από ομάδα ανέργων που ερευνήθηκε παράλληλα (17).
Στην μεταπολεμική περίοδο είναι σημαντικά τα σχετικά στοιχεία που υπάρχουν (και που βλέπουν όλο και πιο συχνά το φως της δημοσιότητας καθώς έχουν καταστεί άκρως επίκαιρα), ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 70 και μετά, όταν το ΔΝΤ, με το ξέσπασμα της διεθνούς κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος, ανέλαβε την δικτατορική επιβολή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών για «δημοσιονομική προσαρμογή», στη βάση του γνωστού τρίπτυχου «διάλυση/ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα»,Greece_Economy«πλήρης ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας για δραστική μείωση του κόστους εργασίας και μαζική ανεργία» και «πλήρης κατάργηση του κράτους πρόνοιας», σε μια σειρά από υπερχρεωμένες/χρεοκοπημένες χώρες, από την Λατινική Αμερική και την Ανατολική Ασία, μέχρι την Ανατολική Ευρώπη και, σήμερα, στις χώρες της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αρχίζοντας από την  Ελλάδα, την Ιρλανδία  κοκ. Σ΄ όλες αυτές τις χώρες, απ΄ όπου, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, «πέρασε το ΔΝΤ», υπήρξε μια σημαντική επιδείνωση όλων των δεικτών υγείας και ψυχικής υγείας και σημαντική αύξηση της θνησιμότητας στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, καθώς και των αυτοκτονιών.

Μπορεί ο ψυχίατρος, ή ο ψυχολόγος, να μην συνηθίζεται ν΄ ανοίγουν συζήτηση στις συνεδρίες τους, πχ, για την κρίση του χρέους και τις αιτίες της (αν και, στις μέρες που ζούμε, και ιδιαίτερα τις πολύ χειρότερες που πρόκειται να ζήσουμε, κανείς δεν πρέπει ν΄ αποκλείει ότι, κάποια στιγμή, μπορεί ακόμα και αυτό να χρειαστεί … να το φέρει, ας πούμε, η συζήτηση…). Ωστόσο, οι ευρύτεροι ορίζοντες της θεραπευτικής τους παρέμβασης (οι, ας το πούμε, άρρητες προϋποθέσεις και άξονές της), αν αυτή πρόκειται να είναι πραγματικά θεραπευτική (μπροστά, πχ, σε κάποιον που τα βλέπει όλα μαύρα, δεν μπορεί να κοιμηθεί, δεν θέλει πια τη ζωή του, αισθάνεται άχρηστος, ένοχος για τα πάντα, ή εδώ και λίγο καιρό άρχισε να έχει κρίσεις πανικού, φοβάται να
βγει από το σπίτι, συμπτώματα που εμφανίστηκαν πρόσφατα, ή τα έχει από παλιά αλλά τώρα έχουν επιδεινωθεί – ενώ, ταυτόχρονα, αντιμετωπίζει σοβαρή κρίση στις σχέσεις με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, στις ανάγκες των οποίων αισθάνεται ότι πια δεν μπορεί ν΄ ανταποκριθεί – την ίδια στιγμή που είναι άνεργος, ή ζει με το άγχος μιας επικρεμάμενης απόλυσής του, ή είναι σε εκ περιτροπής εργασία, χρωστάει παντού και/ή το σπίτι του απειλείται με κατάσχεση), δεν μπορεί, αυτοί οι ορίζοντες και οι άξονες, να είναι ξεκομμένοι από μια συγκεκριμένη εκτίμηση των συμβάντων, που ήρθαν ν΄ αλλάξουν τη ζωή του, ως αιτιολογικών παραγόντων (σε αλληλεπίδραση, πάντα, με την ιδιαίτερη προσωπική ιστορία και διαδρομή του καθενός) και, επομένως, ως συστατικών στοιχείων, συχνά καθοριστικών, για την κατανόηση και για τον τρόπο προσέγγισης του προβλήματος.
Εχουν περάσει τρία χρόνια από την επιβολή του πρώτου μνημονίου, και ενώ διανύουμε την περίοδο του τρίτου μνημονίου, λίγο πριν από την επιβολή του τετάρτου (και ούτω καθεξής, όπως προβλέπεται για τα επόμενα 30 χρόνια, στη βάση του μη διαχειρίσιμου, όπως έχει εκτιμηθεί, μεγέθους  του χρέους – αν υποθέσουμε ότι οι γενικότερες συνθήκες, πολιτικές, κοινωνικές, γεωπολιτικές συνθήκες παραμείνουν ως έχουν) και ο διάχυτος θυμός γίνεται όλο και πιο πολύς, την ίδια στιγμή που η σύγχυση, η οποία καλλιεργείται από τους κυβερνώντες, τα ΜΜΕ και την συνδικαλιστική γραφειοκρατία και η έλλειψη μιας αξιόπιστης ορατής κοινωνικής διεξόδου, διαιωνίζει το μούδιασμα και την «παθητική» στάση.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΟλόκληρη η κοινωνία ζει, όλο αυτό το διάστημα, μέσα σε μια κατάσταση «σοκ και δέους» διαρκείας, σε μια κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» που διαρκώς ανανεώνεται και γίνεται όλο και πιο «έκτακτη» και πιο αυταρχική, καθώς, με διαδικασίες τροπολογιών σε νομοσχέδια της μιας μέρας, δημιουργείται το κατάλληλο νομοθετικό και θεσμικό πλαίσιο, έτσι ώστε τίποτα στην Ελλάδα των επόμενων δεκαετιών να μη θυμίζει αυτό που η σημερινή γενιά, οι προηγούμενες από αυτή, αλλά και η νέα γενιά (που ήδη ήταν αντιμέτωπη με ένα ‘θολό’ μέλλον), γνώρισαν, βίωσαν, πάλεψαν, έλπισαν : το ‘θολό’ μετατρέπεται σε ‘μαύρο’ και οι δύσβατες διαδρομές του χτες, βλέπουν σήμερα να ορθώνεται ένα αδιαπέραστο τείχος.

Δύσκολο να δεχτεί κανείς (εξίσου δύσκολο και το να αποδεχτεί και το να αντιδράσει δεόντως) ότι ένας ολόκληρος τρόπος ύπαρξης, κοινωνικός και ατομικός, που οικοδομήθηκε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (σε ορισμένες πτυχές των μέτρων, και από καταβολής του ελληνικού κράτους), καταρρέει στα εξ’ ων συνετέθη. Ότι, πχ, το «Δημόσιο», με ό, τι αυτό σήμαινε για το σύστημα των προσδοκιών, αλλά και των αξιών, χιλιάδων οικογενειών από τα φτωχότερα και μεσαία κοινωνικά στρώματα, για την εξασφάλιση του εργασιακού μέλλοντος της νέας γενιάς (με όλο το πλέγμα των πελατειακών σχέσεων, την δομική διαφθορά του, αλλά και τις κατακτήσειςπου αυτό ενσάρκωνε, τόσο για τους «πάροχους» των υπηρεσιών, όσο και για τους «λήπτες»), έχει τελειώσει. Ότι δεν θα υπάρχει παρά μια μικρή σύνταξη σε πολύ προχωρημένη ηλικία, που ακόμα κι΄ αυτή δεν είναι σίγουρο ότι θα υπάρχουν οι προϋποθέσεις να δοθεί. Ότι η αγορά εργασίας ανατρέπεται εκ θεμελίων, μετατρεπόμενη στο βασίλειο της θεσμοθετημένης, πλέον, ελαστικότητας, της αβεβαιότητας και της επισφάλειας, με την ανεργία να καλπάζει σε πρωτοφανή ύψη (27%, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στην πραγματικότητα πάνω από 35%) και τους λίγους που θα διατηρήσουν μια θέση εργασίας, έρμαιους στις αδηφάγες ορέξεις των εργοδοτών για διαρκή μείωση του κόστους εργασίας, ν΄ αποτελούν την τάξη των ‘φτωχών εργαζόμενων’, που το εισόδημά τους δεν θα φτάνει ούτε για να πληρώσουν το νοίκι. Οτι θα πρέπει να πληρώνουν για να εξεταστούν στα (πρώην;) δημόσια νοσοκομεία κοκ.
Η οικονομική κρίση ακουμπάει, έτσι, παράλληλα με την δυνατότητα της καθαυτό επιβίωσης, την ίδια την έννοια του νοήματος της ζωής – γίνεται κρίση προοπτικών, που βιώνουν πρωτίστως οι νέοι – αυτοί των οποίων το ποσοστό ανεργίας έφτασε, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 64%. Η προοπτική μιας «εργασιακής καριέρας» (είτε στο εργοστάσιο, είτε στο μαγαζί, είτε στις υπηρεσίες κοκ), βασικό, στις δεδομένες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες, στοιχείο που δομεί και νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ύπαρξη, γίνεται, απλώς, μια ανάμνηση από το παρελθόν, έχοντας αντικατασταθεί, στην καλλίτερη περίπτωση, από την περιστασιακή και ολιγόμηνη κακοπληρωμένη εργασία, με αποδοχές εν είδει βοηθήματος και με τα μικρά ολιγόμηνα διαλείμματα, κατά τα οποία θα μπορεί κανείς να εργάζεται, να απέχουν όλο και πιο πολύ μεταξύ τους. Και η οικογένεια, στην οποία κανείς επιστρέφει διωγμένος από της αγορά εργασίας, δεν είναι η ‘παλιά’ οικογένεια που κρατούσε και υποστήριζε τα μέλη της μέχρι και σε μεγάλη ηλικία. Είναι μια οικογένεια σε κρίση, οδύνη, κατακερματισμό, διάλυση. Η απουσία διεξόδου προς την κοινωνική δράση λειτουργεί με τρόπο, ώστε, πίσω από και διαμέσου μιας εξωτερικά «παθητικής» στάσης, ν΄ «απορροφάται», αλλά και να υποβόσκει, πολλή ψυχική δυσφορία, θυμός και πόνος. Ενας πόνος, και ένας θυμός, πολλές φορές ανέκφραστος, την ίδια στιγμή που, πίσω από την έξωθεν «παθητικότητα», προετοιμάζεται η «ξαφνική», χωρίς καμιά προειδοποίηση, βία κατά του εαυτού, ή κατά άλλων… συνήθως, όμως, κατά του εαυτού…
Η διαρκής καλλιέργεια του φόβου, μέσα από την, με ποικίλους τρόπους, άσκηση μιας μαζικής καιPOLICE-1καθημερινής τρομοκρατίας, είναι ο τρόπος της διακυβέρνησης του σήμερα. Όπως συμβουλεύουν οι μέντορες της σχολής του Σικάγου, με την παράλληλη μεταφορά από άλλα πεδία όπου αποτελεί κομβικό στοιχείο η παράλυση των αντιστάσεων, όπως ήταν η εισβολή στο Ιράκ : « Η δύναμη επιβολής πρέπει ‘να αποκτά τον έλεγχο του περιβάλλοντος και να παραλύει ή να επιβαρύνει τον τρόπο με τον οποίο ο αντίπαλος αντιλαμβάνεται και κατανοεί τα γεγονότα, έτσι ώστε ο εχθρός να είναι ανίκανος ν΄ αντισταθεί’. Το οικονομικό σοκ λειτουργεί με βάση μια παρόμοια θεωρία: την εικασία ότι οι άνθρωποι μπορούν να προβάλλουν αντίσταση σε τμηματικές αλλαγές (την περικοπή ενός προγράμματος υγείας ή μια εμπορική συμφωνία), αλλά, αν συμβούν ταυτόχρονα δεκάδες αλλαγές προς κάθε κατεύθυνση, τότε εδραιώνεται ένα αίσθημα ματαιότητας και ο πληθυσμός περιέρχεται σε κατάσταση αδράνειας» (18).
Δυο είναι τα κύρια μοτίβα που χρησιμοποιεί στην Ελλάδα η τρόικα εξωτερικού και εσωτερικού, με κύριο εργαλείο τους τα ΜΜΕ, για να καλλιεργεί το φόβο και να παραλύει την όποια αντίδραση: το πρώτο είναι η συλλογική ενοχοποίηση, ότι «όλοι φταίμε» για την κρίση, με κύρια θέματα εκάστοτε, ανάλογα με τα μέτρα που επίκειται να παρθούν (και ποιοι είναι πιο βολικό να στοχοποιηθούν, προκειμένου να κατασκευαστεί και να προβληθεί ένας «φταίχτης»), που εκτείνονται από τον «αρρωστημένο καταναλωτισμό» μας μέχρι την «συνενοχή» μας για το πελατειακό κράτος και τις σπατάλες του, που οδήγησαν στην υπερχρέωση του δημοσίου (το κλασσικό, πλέον, «μαζί τα φάγαμε», δηλαδή, «εμείς… ο λαός» και όχι η λειτουργία ενός δημοσίου ανέκαθεν στην υπηρεσία των ιδιωτών και γενικά του κεφαλαίου). Πρόκειται για έναν από τους βασικούς μηχανισμούς δημιουργίας ποικίλων στοχοποιήσεων και  αντιπαράθεσης των διαφόρων, εξίσου χτυπημένων από την κρίση, κοινωνικών στρωμάτων μεταξύ τους (εσχάτως, οι δημόσιοι υπάλληλοι κοκ) για να εμποδίζεται και να παραλύει η όποια συλλογική αντίδραση και αντίσταση.
absolut-capitalismΤο δεύτερο βασικό μοτίβο είναι ότι «δεν υπάρχει άλλη λύση». Το μνημόνιο, από ενσάρκωση της χρεοκοπίας, παρουσιάζεται ως το μοναδικό μέσο για την αποφυγή της χρεοκοπίας. Χωρίς αυτό θα βουλιάξουμε στα χειρότερα, θα πάμε στην «άτακτη χρεοκοπία», ενώ τώρα βαδίζουμε προς την τακτική και υπολογισμένη καταστροφή των πάντων… Από τρίμηνο σε τρίμηνο και από δόση σε δόση, ο ίδιος εκβιασμός: υπακοή σε ό,τι  απαιτήσουν οι δανειστές γιατί «δεν  υπάρχει άλλη λύση». Μια σειρά από αφηγήσεις που υφαίνουν έναν τρομοκρατικό καμβά για το «τι θα γινόταν αν δεν παίρναμε τη δόση» (θα μέναμε χωρίς μισθούς, δεν θα παίρναμε ούτε τις περικομμένες συντάξεις, χώρια που θα κινδύνευαν και οι καταθέσεις μας στις τράπεζες κλπ, κλπ), διαχέουν το φόβο σε διαρκή βάση και παραλύουν την όποια (ουσιαστική και σε βάθος) αντίσταση.
Ο τρόμος που προκαλούν τα μέτρα, καθώς και αυτό το «χειρότερο» που μας επιφυλάσσεται αν αυτά δεν παρθούν και επιβληθούν, η αίσθηση που η όλη κατάσταση καλλιεργεί ότι «δεν υπάρχει μέλλον», περιέχει, εν δυνάμει, μια στάση ζωής που υποκύπτει και προσαρμόζεται παθητικά στην ανάδυση των καθημερινών αναγκών της επιβίωσης ως του ορίζοντα της δράσης του υποκειμένου, με την εμφάνιση εγωιστικών/ατομικιστικών συμπεριφορών, μια στάση που μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια «των ποικίλων κατακτήσεων και των απείρων προσδιορισμών που περικλείνονται στην έννοια του ανθρώπινου»(19).
Αυτή η στάση συνδέεται, επομένως, με την παθητική αποδοχή της πραγματικότητας, ως μιας κατάστασης στην οποία ο καθένας είναι μόνος και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να την αλλάξει. Πρέπει να βρει μόνος πώς θα πορευτεί και θα επιβιώσει μέσα σ΄ αυτήν. Υπάρχει εδώ η αποδοχή της πραγματικότητας μέσα στην οποία, όμως, βουλιάζει κανείς και την υφίσταται ως ‘αντικείμενο’ – πονάει, υποφέρει, θυμώνει μ΄ αυτήν, αλλά δεν στέκεται απέναντί της και δεν την αντιμετωπίζει ως υποκείμενο.
Και είναι σ΄ αυτό ακριβώς το στοιχείο, μιας κατάστασης που εγκυμονεί και ευοδώνει την «απώλεια τουΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙανθρώπινου στον άνθρωπο», μιας κατάστασης απότομης  διάρρηξης και κατάρρευσης του κοινωνικού ιστού στην Ελλάδα, με την εκτεταμένη πτωχοποίηση, την κυριολεκτική κονιορτοποίηση των μικροαστικών στρωμάτων και την καταστροφή της εργατικής τάξης, με την απόγνωση και την έλλειψη προοπτικής για ένα ορατό μέλλον, ιδιαίτερα για τους νέους, μαζί με την έλλειψη, προς το παρόν, μιας δημιουργικής, ελπιδοφόρας και πραγματικά εναλλακτικής πολιτικής λύσης, στο οποίο έρχεται να αγκυροβολήσει και ν΄ απλώσει ρίζες το νεοναζιστικό μόρφωμα της «Χρυσής Αυγής»), βαθύτατα ρατσιστικό και δολοφονικό, που, όπως οι πρόγονοί του στη ναζιστική Γερμανία της δεκαετίας του 30, είναι, μεταξύ άλλων, και υπέρ της στείρωσης και της ευθανασίας των ψυχικά πασχόντων, των πασχόντων από διάφορες μορφές αναπηρίας κλπ (20).
Όπως τόνιζε ο E Levinas, την επαύριο (1934) της επικράτησης του ναζισμού στη Γερμανία, «…εδώ δεν διακυβεύεται αυτό ή εκείνο το δόγμα της δημοκρατίας, του κοινοβουλευτισμού, του δικτατορικού καθεστώτος ή της θρησκευτικής πολιτικής. Διακυβεύεται η ίδια η ανθρωπινότητα του ανθρώπου» (υπογρ. δική μας) (21). Και έχει σημασία, ιδιαίτερα η ψυχιατρική να δώσει την δέουσα προσοχή σ’ αυτή την άνοδο και στα κελεύσματα του νεοναζισμού, περί στείρωσης, ευθανασίας κλπ.
Ας μην ξεχνάμε την επισήμανση του Μισέλ Φουκώ, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, για τους παράλληλους βίους του «νέου ρατσισμού», τον οποίο εισήγαγε η ψυχιατρική, και του παραδοσιακού, εθνοτικού ρατσισμού, μέχρις ότου δημιουργήθηκαν οι όροι, με την επικράτηση του ναζισμού, για την συγχώνευσή τους: «Δεν πρέπει να μας προξενεί έκπληξη, λέει ο Φουκώ, ότι η γερμανική ψυχιατρική λειτούργησε τόσο αυθόρμητα στο πλαίσιο του ναζισμού (υπογρ. δική μας). Ο νέος ρατσισμός, ο νεορατσισμός, εκείνος ο ρατσισμός που χαρακτηρίζει τον 20ο αιώνα ως μέσο εσωτερικής άμυνας μιας κοινωνίας απέναντι στους μη κανονικούς της, γεννήθηκε από την  ψυχιατρική και το μόνο που έκανε ο ναζισμός ήταν να συνδέσει αυτόν τον νεορατσισμό με τον εθνοτικό ρατσισμό, που ήταν ενδημικός κατά τον 19ο αιώνα» (22).
Εχει, λοιπόν, κεντρική σημασία το αν και πώς η ψυχιατρική, σήμερα, θα μπορέσει να δει κριτικά τον εαυτό της, στο ρόλο της ως «άμυνας του κοινωνικού συστήματος», στον τρόπο που ακούει, κατανοεί και αντιμετωπίζει την ψυχική οδύνη και το πάσχων υποκείμενο, στις κωδικοποιήσεις και στις ταξινομήσεις (ενόψει, μάλιστα, του DSM V) με τις οποίες αντικειμενοποιεί και ακυρώνει την ψυχική οδύνη ως βίωμα και ως νόημα και τον πάσχοντα ως υποκείμενο και ανθρώπινη ύπαρξη, με στόχο τον έλεγχο, την διαχείριση και/ή την καταστολή τους. Εχει κρίσιμη σημασία, εν τέλει, να προβληματιστεί η ψυχιατρική στα σοβαρά σε σχέση με το αν, για μιαν ακόμη φορά, «ανεπαισθήτως», θα προσφερθεί και θα επιδιώξει (ή, αντίθετα, ενεργά θ΄ αντισταθεί και θ΄ αποφύγει) να μετατραπεί σε όχημα της εξόντωσης των πιο αδύναμων και περιττών, για τις σημερινές (εκ νέου) ανάγκες του συστήματος, ανθρωπίνων υπάρξεων – σε μιαν εποχή που η βιο-πολιτική μετατρέπεται σε θανατο-πολιτική.
Μια περαιτέρω επισήμανση είναι αναγκαία σ΄ αυτό σημείο. Είναι γνωστό ότι, σε όλες τις περιόδους οικονομικής κρίσης (ύφεσης και ανεργίας), παρατηρήθηκε επιδείνωση  στην λεγόμενη «έκβαση» των σοβαρών ψυχικών διαταραχών(αύξηση των υποτροπών και δυσκολίες στην ανάρρωση, όπως κι΄ αν την περιγράφουν τα εγχειρίδια, «κλινική» και/ή κοινωνική) μεταξύ των οποίων και, πρωτίστως, της «σχιζοφρένειας». Αυτό είχε πάντα ως συνέπεια την αύξηση των εισαγωγών στα ψυχιατρεία και του πληθυσμού εν γένει των νοσηλευομένων (εγκλείστων) σ΄ αυτά. Η κρίση του 30 ήταν μια κατ΄ εξοχήν τέτοια περίοδος. Αυτό που παρατηρήθηκε, ωστόσο, ήταν ότι οι δαπάνες (σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία) για τα ψυχιατρεία, μοναδικό, τότε, φορέα της ψυχιατρικής φροντίδας και θεραπείας, δεν μειώθηκαν, αλλά, αντίθετα, συνέχισαν ν΄ αυξάνονται, όπως ήταν η τάση από την προ της κρίσης του 30 περίοδο μέχρι κα την δεκαετία του 50, παρουσιάζοντας μόνο, στη διάρκεια της δεκαετία του 30, μικρότερο ρυθμό αυξητικής ανόδου (23). Η αυξητική πορεία των δαπανών είχε προφανώς να κάνει με τις αυξημένες ανάγκες που καλούνταν ν΄ αντιμετωπίσουν, ενώ ο κλασσικός υπερσυνωστισμός των ψυχιατρείων δεν ήταν μεγαλύτερος στην  διάρκεια της κρίσης σε σχέση με πριν και μετά από αυτήν (πχ, στην δεκαετία του 50) (24). Ηταν στην διάρκεια του πολέμου που οι δαπάνες για τα ψυχιατρεία μειώθηκαν δραστικά (στη ναζιστική Γερμανία, με την έναρξη του πολέμου, μπήκε σε εφαρμογή το άνωθεν κατευθυνόμενο πρόγραμμα μαζικής ‘ευθανασίας’, με το οποίο εξοντώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες ψυχικά πάσχοντες και άτομα με διάφορες αναπηρίες, ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υπήρξε μια πιο έμμεση ευθανασία με τον εκτεταμένο υποσιτισμό, που έπληξε κατ΄ εξοχήν αυτές τις κατηγορίες του πληθυσμού και με την γενικότερη θεραπευτική εγκατάλειψη – όπως άλλωστε παρατηρήθηκε και στην Ελλάδα) .
Παρ΄ όλες τις διαφορές σχετικά με το  ποια ήταν τότε η αντιμετώπιση και η τύχη των ψυχικά πασχόντων σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και  η Βρετανία ή στην Ελλάδα, με τη δική της ιστορία του ψυχιατρικού θεσμού, αυτό που έχει σημασία είναι το σήμερα. Το γεγονός δηλαδή, ότι, πλέον, το ίδιο στις ΗΠΑ όπως και στην Ελλάδα του μνημονίου (και παντού), οι αυξημένες (ακριβώς λόγω της κρίσης) ανάγκες στήριξης, φροντίδας και περίθαλψης των ανθρώπων με σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας «αντιμετωπίζονται» με ταυτόχρονη δραστική μείωση των δαπανών, με την ολοσχερή διάλυση των δημόσιων υπηρεσιών, στην κατεύθυνση της ολοταχούς ιδιωτικοποίησής τους. Καταλαβαίνει κανείς εύκολα τι σημαίνει αυτό. Αυτή τη φορά έχει προηγηθεί (σε ριζική αντιδιαστολή με την έννοια και την πρακτική της Αποιδρυματοποίησης) η ρηγκανική, και εμπνεύσεως Μίλτον Φρήντμαν, απονοσοκομειοποίηση, ήδη από την δεκαετία του 60, ως εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στην ψυχική υγεία, που τώρα επιβάλλεται ως το επίσημο διεθνές δόγμα, που ήδη προωθείται και στην Ελλάδα. Με την μετατροπή της «στροφής στην κοινότητα» σ΄ ένα ιδεολόγημα που δεν υπονοεί στήριξη και προστασία μέσα στην κοινωνία (η οποία, κατά την Θάτσερ, δεν υπάρχει), αλλά το άδειασμα μέσα σ΄ αυτήν – στην πραγματικότητα, στον χώρο του περιθωρίου και του αποκλεισμού έξω απ΄ αυτήν. Ενα «έξω» στο οποίο, με ταχείς ρυθμούς, μετατρέπεται το «μέσα» σ΄ αυτήν. Είναι σ΄ αυτό το πεδίο, των καπιταλιστικών προταγμάτων της νέας εποχής, όπου έχουν τεθεί στην ημερήσια διάταξη οι όροι για την κυριολεκτική και με ποικίλους τρόπους εξόντωση των ανθρώπων με προβλήματα ψυχικής υγείας και των «διαφορετικών» κάθε είδους, που αναζητείται ο «εκτελεστής» του σχεδίου. Και επείγει η ψυχιατρική ν΄ απαντήσει….. απέναντι στις επιδιώξεις ή ανάγκες ποιού θ΄ ανταποκριθεί….
Είναι σίγουρο, ωστόσο, ότι σ΄ αυτή την διαδικασία παλινδρόμησης του υποκειμένου, που αναφέρθηκε παραπάνω (μια διαδικασία με βαθιά κοινωνικό χαρακτήρα), είναι σύμφυτη και μια άλλη δυνατότητα, σε αντίθετη κατεύθυνση, στη βάση της οποίας ο άνθρωπος αντιμετωπίζει την πραγματικότητα και τις αντιφάσεις της ως ενεργό υποκείμενο, σε μια προσπάθεια να κυριαρχήσει πάνω της, πάνω σ΄ αυτό που θεωρείται «μοίρα», «αναπόφευκτο», σ΄ αυτό που σήμερα πλασάρεται με τη φράση «δεν υπάρχει άλλη λύση» – και όχι να κυριαρχηθεί από αυτήν.
Πάνω σ΄ αυτήν είναι που βασίζεται αυτό που είχε αποκληθεί «ψυχολογία της αντίστασης» (25). Όταν, δηλαδή, «η δυσάρεστη, αγχώδης και οξεία συγκινησιακή ένταση του ατόμου μειώνεται μέσω της μεταμόρφωσής της σε  γνωστικό όρο της συνείδησης και σε συνειδητή δράση με την ένταξη στην ‘ψυχολογία της ομάδας’ που μάχεται για να επιβιώσει μπροστά στο κίνδυνο του αφανισμού» και που, σε αντίθεση με την παλινδρομική πορεία της απώλειας του «ανθρώπινου στον άνθρωπο», αποτελεί την πεμπτουσία της «ανθρωποποίησης του ανθρώπου», αυτή που τον κάνει δημιουργό και όχι υποχείριο της μοίρας του, ικανό ν΄ αντιμετωπίζει, να κυριαρχεί και να ξεπερνά τις αντιφάσεις που τον απανθρωποποιούν και τον εξοντώνουν (26).
«Ψυχολογία της αντίστασης» σημαίνει μιαν εγνωσμένη αποδοχή (και όχι, ποικίλων μορφών, άρνηση) τηςκαρ-δωσ μου το χερι σουσυγκεκριμένης πραγματικότητας, όχι για να υποταχτεί κανείς
σ΄ αυτήν και να την υποστεί(με όλες τις συνέπειες στο πεδίο των αναγκών και στην
ψυχική σφαίρα του υποκειμένου), αλλά για να συγκρουστεί μαζί της και να την ανατρέψει.

Το «νόημα» και το «μέλλον» μπορεί πια να υπάρξουν μόνο στην ενεργητική συμμετοχή στις διαδικασίες που ανατρέπουν την υπάρχουσα «τάξη πραγμάτων», η συνέχιση της ύπαρξης της οποίας είναι συνυφασμένη με την καταστροφή κάθε «νοήματος» και κάθε «μέλλοντος».

Εχει, επομένως, μεγάλη σημασία το πώς οι επαγγελματίες ψυχικής υγείας θα «διαβάσουν» τα κλιμακούμενα, σήμερα, αιτήματα για απάντηση σε καταστάσεις ψυχικής δυσφορίας, απόγνωσης, απελπισίας, «αυτοκτονικού ιδεασμού», ή άλλων μορφών οξύτατης ψυχικής οδύνης. Θα εξακολουθήσουν να τα «διαβάζουν» ως καταστάσεις «χημικής ανισορροπίας» (chemical imbalance) του εγκεφάλου, που χρειάζονται απλώς ψυχοφάρμακο (οι μεν), ή ως γεγονότα της ψυχολογίας του ατόμου (οι δε) που χρειάζονται, απλώς, την, κοινωνικά αποστειρωμένη, «κατάλληλη» ψυχοθεραπευτική τεχνική;

Ισως, ακριβώς σήμερα, είναι ακόμα πιο επίκαιρη η επισήμανση του Franco Basagliaότι, μέσα στη δοσμένη κοινωνία, η πολιτικοποίηση της πράξης μας είναι, ακόμα, αυτή που μπορεί να την καταστήσει πραγματικά θεραπευτική πράξη, ικανή να συμπέσει με την ανάδειξη, σε όλα τα επίπεδα, των κρυμμένων αντιφάσεων του συστήματος μέσα στο οποίο ζούμε (καταμερισμός εργασίας, διαίρεση/ κατακερματισμός των επιστημών, συγκεκριμένη ιεραρχία των αξιών). Το να ανάγουμε, ή να επιτρέπουμε την απορρόφηση του πολιτικού χαρακτήρα (ή των πολιτικών παραμέτρων) των πρακτικών μας σε απλές τεχνικές (βιολογικές, ψυχοθεραπευτικές κλπ) δεν συντελεί παρά στην διαιώνιση τη χειραγώγησης και της προσαρμογής των αναγκών των ανθρώπων στις ανάγκες του συστήματος, τη στιγμή που οι ανάγκες αυτές των ανθρώπων, που μας τίθενται, απαιτούν απαντήσεις πολιτικές.
Βιβλιογραφικές αναφορές

  1. Warner Richard : «Recovery from Schizophrenia. Psychiatry and Political Economy». Δεύτερη έκδοση, 1994.
  2. Eyer, J. & Sterling, P.: «Stress related mortality and social organization», Review of Radical Political Economics, 9, 1977. Επίσης : Brenner, M. H.: «Estimating the Social Costs of National Economic Policy: Implications for Mental and Physical Health san Criminal Aggression». (Συντάχθηκε για την Joint Economic Committee of the Congress of the United States, Washington D.C.: US Government Printing Office, 1976). Henry, A.F. & Short, J.F.: «Suicide and Homicide». (Glencoe, Illinois: Free press, 1954). Vidgerhous, G. & Fishman, G.: «The impact of unemployment and familial integration on changing suicide rates in the USA, 1920-1969». (Social Psychiatry, 13, 1978). Hamermesh, D.S. & Soss N. M.: «An economic theory of suicide». (Journal of Political Economy, 82, 1974),  κ ά.
  3. Vidgerhous & Fishman, οππ.
  4. Hamermesh & Soss, οππ. Επίσης: Powell, E.: «Occupation, status and suicide: Towards a redefinition of anomie». (American Social Review, 22, 1958).
  5. Lendrum P.C: «A thousand cases of attempted suicide» (American Journal of Psychiatry, 13, 1933). Επίσης : Sainsbury, P. «Suicide in London: An Etiological Study». (London, Chapman and Hall, 1955). Shepherd, D.M. & Barraclough, B.M : «Work and suicide: An empirical investigation». (British Journal of Psychiatry, 136, 1980), κ ά.
  6. Durkheim, E. : «Suicide», Glencoe Illinois: Free Press, 1951.
  7. Strauss, J.S. & Carpenter, W.T.: «Schizophrenia», New York:  Plenum, 1981.
  8. Foucault Michel: «Η Γέννηση της Βιοπολιτικής». Ελλ. έκδοση: Πλέθρον, 2012.
  9. Foucault Michel : «Οι μη κανονικοί». Ελλ. έκδοση : Εστία, 2010.
  10. οππ.
  11. οππ.
  12. οππ.
  13. Αθανασίου Αθηνά : «Η κρίση ως ‘κατάσταση έκτακτης ανάγκης’», Σαββάλας, 2012.
  14. Eyer, J & Sterling, P, οππ.
  15. Eisenberg, P. & Lazarsfeld, P. F. ”The psychological effects of unemployment”. Psychological Bulletin, 35, 1938.
  16. Warr, P., Jackson, P, & Banks, M. : “Unemployment and mental health: Some British studies”. Journal of Social Issues, 44, 1988.
  17. Israeli, N. “Distress in the outlook of Lancashire and Scottish unemployed”. Journal of Applied Psychology, 19, 1935.
  18. Κλάιν Ναόμι : «Το Δόγμα του Σοκ». Η παραπομπή που κάνει η Κλάιν είναι στο κείμενο «Shock and Awe: Achieving Rapid Dominance”, που δημοσιοποιήθηκε το 1996 και όπου διατυπώνεται το στρατιωτικό δόγμα των ΗΠΑ, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για την εισβολή στο Ιράκ το 2003).
  19. Φ. Σκούρας, Α. Χατζηδήμου, Α. Καλούτσης, Γ. Παπαδημητρίου : «Η ψυχοπαθολογία της πείνας, του φόβου και του άγχους», 1947. Ελδ. Οδυσσέας, 1991.
  20. Μιχαήλ Σάββας: «Η φρίκη μιας παρωδίας. Τρεις ομιλίες για την ‘Χρυσή Αυγή’», εκδόσεις Αγρα, 2013.
  21. Levinas Emmanuel : “Μερικές σκέψεις για τη φιλοσοφία του χιτλερισμού». Ελλ. έκδοση: Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2013.
  22. Foucault Michel : «Οι μη κανονικοί», οππ.
  23. Warner Richard, οππ.
  24. οππ.
  25. Φ. Σκούρας, Α. Χατζηδήμου, κα: οππ.
  26. οππ.

(Στο κείμενο αυτό ενσωματώνονται βασικά σημεία δυο προηγούμενων κειμένων, σχετικών με αυτό το θέμα : « Οι ζοφερές επιπτώσεις των μέτρων ΕΕ/ΔΝΤ στην ψυχική υγεία και η ψυχολογία της αντίστασης», 25/5/2010 και «Η ψυχική υγεία στην εποχή του ΔΝΤ», 9/7/2010 – και τα δυο στα «Τετράδια Ψυχιατρικής»).