Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Τι είναι η Διπολική Διαταραχή;

από huffingtonpost
DEPRESSION

Παλαιότερα την ονόμαζαν Μανιοκατάθλιψη, πλέον το άκουσμα της Διπολικής Διαταραχής (ΔΔ) δεν προκαλεί τον τρόμο που προκαλούσε κάποτε, αφού με την κατάλληλη αγωγή και θεραπεία, το άτομο μπορεί να είναι απόλυτα λειτουργικό. Επειδή υπάρχουν πολλές παρανοήσεις και παρεξηγήσεις σχετικά με τη Διπολική Διαταραχή ζητήσαμε από τον Δρ. Ιωάννη Μάλλιαρη, Ψυχολόγο, Διδάκτωρ Κλινικής Ψυχολογίας, να μας εξηγήσει τι ακριβώς είναι η Διπολική Διαταραχή, ποια είναι η συμπτωματολογία της και τι μπορεί να κάνει κάποιος για να την αντιμετωπίσει.

Τι ορίζουμε ως Διπολική Διαταραχή; Διαφέρει από τη Μανιοκατάθλιψη;
Η Διπολική Διαταραχή είναι ο νεότερος, ο πιο μοντέρνος όρος της Μανιοκατάθλιψης και είναι μία από τις πιο σοβαρές διαταραχές της διάθεσης που χαρακτηρίζεται από δύο πόλους. Τον πόλο της μανίας και τον πόλο της κατάθλιψης. Έχει μία σειρά από συμπτώματα που συμβάλλουν αρνητικά στη λειτουργικότητα του ατόμου. Πολλοί γνωρίζουν τα συμπτώματα της κατάθλιψης και η διπολική κατάθλιψη δεν διαφέρει από την κατάθλιψη που γνωρίζουμε όλοι, όσον αφορά τα διαγνωστικά κριτήρια. Αυτό που την διαφοροποιεί είναι ο δεύτερος πόλος, αυτός της της Μανίας ή της Υπομανίας και είναι και αυτός που φέρνει ουσιαστικά τη διάγνωση. Στη μανία συναντούμε μεγάλη αύξηση της ενεργητικότητας που μπορεί να συνάδει μαζί με υπέρμετρα καλή διάθεση ή με υπέρμετρα κακή διάθεση (ευερεθιστότητα). Δεν είναι απαραίτητα μία πάρα πολύ χαρούμενη κατάσταση πάντα.

Μέσα σε αυτή την έξαρση μπορεί να έχουμε αυξημένη αυτοπεποίθηση, σε βαθμό που μπορεί να πιστεύει ότι μπορεί να έχει ειδικές δυνάμεις και ικανότητες, αύξηση στην ομιλητικότητα, μειωμένες ηθικές αναστολές και απώλεια αίσθησης κινδύνου. Μπορεί να κάνουν σπατάλες χρημάτων ή άλλες πράξεις που αργότερα τις μετανιώνουν και όλα τους φαίνονται ιδεατά και εφικτά. Άλλο σύμπτωμα της μανίας είναι οι καλπάζουσες σκέψεις. Το μυαλό τους τρέχει τόσο πολύ και οι αισθήσεις τους είναι σε τόσο μεγάλη διέγερση που δεν μπορούν να σταματήσουν να σκέφτονται. Τέλος, ένα από τα πιο σημαντικά συμπτώματα είναι η μείωση της ανάγκης ύπνου. Με τόσο αυξημένη δραστηριότητα και ενέργεια, ο ύπνος γίνεται περιττός. Είναι σημαντικό σύμπτωμα γιατί μελέτες έχουν δείξει ότι η έλλειψη ύπνου μπορεί να «ταΐζει» τη διαταραχή και πολλές αγωγές επικεντρώνονται στην επαναφορά του ύπνου.

Και η υπομανία που αναφέρατε προηγουμένως;
Η Υπομανία είναι μία ενδιαφέρουσα ψυχιατρική κατάσταση γιατί δεν συνοδεύεται από έλλειψη της λειτουργικότητας. Δηλαδή, διπολικοί ασθενείς που μπαίνουν σε φάση υπομανίας, που μπορούμε να θεωρήσουμε ότι είναι μία ελαφριά περίπτωση μανίας, έχουν όλα τα συμπτώματα της μανίας απλά σε μικρότερο βαθμό και τα συμπτώματα αυτά δεν επιδρούν στη λειτουργικότητα του ασθενή. Δηλαδή, η αυτοπεποίθηση θα είναι αυξημένη αλλά δεν θα προσλάβει τον άλλον, ούτε θα πιστεύει ότι έχει ειδικές δυνάμεις. Οπότε, η διάγνωση της υπομανίας είναι δύσκολη και πολλοί ασθενείς έρχονται στην θεραπεία αναζητώντας να επανέλθουν στην φάση της υπομανίας, γιατί είναι μία κατάσταση ευφορίας που, ταυτόχρονα, είναι και λειτουργική. Άρα, κάποιος μπορεί να βιώνει το δίπολο κατάθλιψη- υπομανία και όχι κατάθλιψη-μανία.

Υπάρχει κληρονομικότητα;
Οι μελέτες και τα στοιχεία που έχουμε δείχνουν κληρονομικότητα σε μεγάλο βαθμό. Ίσως μεγαλύτερο ποσοστό από άλλες διαταραχές χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το περιβάλλον δεν παίζει σημαντικό ρόλο και ο βαθμός κληρονομικότητας είναι στο 10-15%. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όλοι όσοι έχουν ένα μέλος με διπολική διαταραχή στην οικογένειά τους, θα νοσήσουν οι ίδιοι ή θα το εκφράσουν στον ίδιο βαθμό. Πρέπει να λαμβάνουμε υπόψιν μας την κληρονομικότητα, ειδικά στη διάγνωσή γιατί εάν κάποιος για παράδειγμα παρουσιάσει κατάθλιψη και έχει στην οικογένειά του κάποιον με διπολική διαταραχή, πρέπει να σημειωθεί ότι η κατάθλιψή του βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό που λέμε διπολικό φάσμα, ακόμα κι αν δεν έχει εκφράσει ακόμα επεισόδιο μανίας ή υπομανίας. Οπότε, τα στοιχεία της κληρονομικότητας είναι σημαντικά γιατί κάνουν καλύτερη την ποιοτική μας δουλειά και σίγουρα δεν είναι λόγος για να μην κάνει οικογένεια κάποιος διπολικός ασθενής, ούτε να ανησυχεί ότι η οικογένειά του θα εκφράσει Διπολική Διαταραχή.

Από ποια ηλικία και μετά μπορεί να γίνει διάγνωση Διπολικής Διαταραχής; Μπορεί ένα παιδί να έχει Δ.Δ.;
Τα τελευταία χρόνια η ηλικία διάγνωσης της διπολικής διαταραχής έχει αρχίσει να πέφτει. Παλαιότερα λέγαμε χαριτολογώντας ότι αν δεν φτάσει κάποιος σε ηλικία ψήφου, δεν μπορεί να διαγνωστεί. Πλέον, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η ΔΔ έχει γίνει αντιληπτή από τα 5 χρόνια ενός παιδιού. Κλινικά το προσέχουμε περισσότερο από την εφηβεία εάν ένα παιδί εκφράσει κατάθλιψη και υπάρχει ήδη ιστορικό στην οικογένεια. Αυτό που έχει παρατηρηθεί, ενώ τα πρώτα επεισόδια έναρξης της διαταραχής γίνονται, κατά μέσο όρο, από τα 18-25 έτη του ατόμου, είναι ότι υπάρχει μια αργοπορία 8 με 10 χρόνια στη διάγνωση. Πολλές φορές αυτή η καθυστέρηση στη διάγνωση, δυσκολεύει τόσο τον ασθενή, όσο και τον ειδικό ψυχικής υγείας.

Με λίγα λόγια, πώς αντιμετωπίζεται η Διπολική Διαταραχή;
Αρχικά, πλέον έχουμε ένα φάσμα στη διπολική διαταραχή, δηλαδή μπορούμε να μιλάμε ακόμα και για Διπολικές Διαταραχές. Η θεραπεία βασίζεται αρχικά σε βιολογικά μοντέλα και περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή. Αυτό αφορά τους ασθενείς που έχουν την κλασσική μορφή με το δίπολο κατάθλιψη-μανία, οπότε τα φάρμακα επικεντρώνονται στο να σταθεροποιούν τη διάθεση και να αποτρέπουν τις κρίσεις ή μία απόπειρα αυτοκτονίας. Η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να βοηθήσει σε ένα οξύ επεισόδιο μανίας, αλλά σε όλες τις υπόλοιπες φάσεις της διαταραχής το μοντέλο που γνωρίζουμε ότι δουλεύει καλύτερα είναι συνδυασμός φαρμακευτικής αγωγής και ψυχοθεραπείας, αλλά ψυχοθεραπείας στοχευμένη στη διπολική διαταραχή. Τα περισσότερα μοντέλα βασίζονται στη Γνωσιακή Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία και αυτό που κάνουν είναι να εκπαιδεύουν τον ασθενή σχετικά με τη διαταραχή του και τον μαθαίνουν να τη διαχειρίζονται καλύτερα. Αυτός ο συνδυασμός, θεραπείας και φαρμακευτικής αγωγής, λειτουργεί πολύ καλά για τους ασθενείς που έχουν το δίπολο κατάθλιψη-μανία ή κατάθλιψη-υπομανία. Για τις άλλες διαταραχές που βρίσκονται στο φάσμα, κάθε θεραπευτική προσέγγιση εξαρτάται από το σημείο του φάσματος που βρίσκεται και τη φάση της διαταραχής. Αυτό στο οποίο στοχεύουμε να σταματήσουμε στη διαταραχή αυτή είναι η η συνεχής εμφάνιση των επεισοδίων και όχι τόσο τα συμπτώματα, τα οποία μπορεί και να σταματήσουν. Εάν καταφέρουμε σε έναν διπολικό ασθενή να σπάσουμε τον κύκλο του και να σταματήσει να κάνει επεισόδια, θα έχουμε καταφέρει πολλά. Αλλά αυτή είναι μία διαδικασία που απαιτεί χρόνο και καλή συνεργασία με τον ασθενή και την οικογένειά του

Δευτέρα 23 Μαρτίου 2015

Απομόνωση – Φύλαξη ־ Εξόντωση. Η ιστορία της Ψυχιατρικής στη διάρκεια του Ναζισμού

 Jurgen Armbruster
Μετάφραση: Ελένη Παυλίδου Επιμέλεια: Αλίκη και Μιχάλης Πολέμης.
«Ο Ναζισμός δεν επέπεσε, όπως πολλοί ιστορικοί επιμένουν να το παρουσιάζουν – πάνω στην γερμανική κοινωνία, αλλά γεννήθηκε μέσα σ’ αυτήν. Τα εγκλήματα κατά των ψυχασθενών και των ανάπηρων τον καιρό του Ναζισμού δεν ήταν ένα τραγικό ρήγμα στην Πράξη και στην Επιστήμη της Ψυχιατρικής, αλλά το αποτέλεσμα και η συνέχεια μιάς ιστορικής εξέλιξης στην προοδευτική αλληλοεμπλοκή της πολιτικής, της κουλτούρας, της νομικής, της ηθικής και της ιατρικής. Η ενασχόληση με αυτή την ιστορία και τις συνέπειες της μέχρι σήμερα πρέπει να είναι ανάλογα πολύπλευρη…»

Με την βοήθεια συστηματικών προγραμμάτων εξολόθρευσης, δολοφονήθηκαν στη Γερμανία, το 1939-1941, πάνω από εκατό χιλιάδες άνθρωποι, που είχαν ταξινομηθεί σαν «αθεράπευτα φρενοβλαβείς», καθώς και πάνω από 5000 ανάπηρα παιδιά.



θηριωδίες των ναζί

Ύστερα από αναταραχές στον πληθυσμό και διαμαρτυρίες, σταμάτησαν αυτές οι πράξεις επίσημα μετά το 1941. Ωστόσο, εξακολούθησαν και στην συνέχεια να πεθαίνουν χιλιάδες ψυχικά άρρωστοι στα ιδρύματα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, από διάφορες ασθένειες, πείνα και τα επακόλουθα των κακοποιήσεων τους, στα πλαίσια της πρακτικής της λεγόμενης «άγριας ευθανασίας».

Αυτός είναι ο γυμνός απολογισμός της φρίκης της γερμανικής ιστορίας της Ψυχιατρικής στη διάρκεια του Ναζισμού. Ωστόσο είναι δύσκολο να δούμε πίσω απ’ αυτούς τους αριθμούς τη μοίρα των μεμονωμένων ανθρώπων, καθώς και την οδύνη, τον φόβο και την απόγνώση που συνοδεύουν, συχνά εφ’ όρου ζωής, τα επιζήσαντα θύματα και τους οικείους τους. Στο άρθρο που ακολουθεί δεν θα καταφέρω να δώσω φωνή στα βουβά θύματα, θα πρέπει περισσότερο να περιοριστώ σε μια σύντομη ματιά στο μέσα σε ποιές ιδεολογικές, κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες αφέθηκε η Ψυχιατρική να χρησιμοποιηθεί σαν ένα όργανο μαζικής εξολόθρευσης.

Η Ψυχιατρική σαν πρακτική της θεραπείας των ψυχικά αρρώστων ανθρώπων, σαν επιστήμη και θεωρία, με κέντρο αναφοράς την κατανόηση της ψυχικής οδύνης και σαν θεσμός, βρίσκεται σε μιά διαρκή αλληλεπίδραση με τις κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες. Η ψυχιατρική καθορίστηκε από αυτές τις συνθήκες και με την σειρά της επηρεάζει η ίδια, σε ουσιώδη βαθμό, τον τρόπο που βιώνεται, αντιμετωίζεται και αξιολογείται η αλλότρια συμπεριφορά και η υπαρξιακή οδύνη μέσα σε μια κοινωνία.

Κάθε ιστορία βρίσκεται σε μια συνέχεια, έχει μια «προϊστορία» καθώς και μια «μεταϊστορία». Γι’ αυτό το λόγο πρέπει το ενδιαφέρον μας να στραφεί στο να διαφωτίσει την ιστορική εξέλιξη, στο πέρασμα της οποίας η Ψυχιατρική μπόρεσε να διεκπεραιώσει την «εντολή» που είχε να «θεραπεύει και να προφυλάσσει» σαν «επιλογή και εξόντωση». Συγχρόνως, όμως, τίθεται το ερώτημα για τη συνέχεια και/ή την ρήξη στην παραπέρα πορεία της εξέλιξης της Ψυχιατρικής στην Γερμανία.
Απ’ αυτήν την άποψη θα ήταν σκόπιμο να αρχίσουμε μιά μικρή αναδρομή στην ενασχόληση με την Ιστορία στη μεταπολεμική εποχή στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία.

Σύντομη αναδρομή

ναζί 1

Αμέσως μετά τον πόλεμο, στην λεγόμενη «ώρα μηδέν» της μεταπολεμικής κοινωνίας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, προσπάθησε η Ψυχιατρική ν’ απελευθερωθεί από το βάρος της κληρονομιάς της, με το να μη λαμβάνει σχεδόν καθόλου, υπ’ όψιν της το γεγονός και την έκταση της εξολόθρευσης. Έτσι αγνοήθηκε από το ειδικό κοινό το πρώτο ντοκουμέντο του Alexander Mitscherlich «Medizin ohne Menschlichkeit dokumente des Nürnberger Artzteprzesses» (Ιατρική δίχως ανθρωπιά ντοκουμέντα της Δίκης των γιατρών της Νυρεμβέργης«) του 1948. «Σχεδόν πουθενά δεν έγινε γνωστό το βιβλίο, καμμιά βιβλιοκρισία, κανένα περιοδικό απο τον κύκλο των αναγνωστών…, σαν να μην είχε εμφανιστεί ποτέ το βιβλίο», έγραφε ο Mitscherlich σε μια επανέκδοση του 1962. Αντί γι’ αυτό, ονομαστοί ψυχίατροι προσπαθούσαν να βρουν λεπτές διακρίσεις ανάμεσα στις γνώσεις της •ψυχιατρικής επιστήμης που εξακολουθούσαν να ισχύουν αφενός και την εφαρμογή τους από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς αφ’ ετέρου.

Τελικά, εξαιτίας της έλλειψης μιας κριτικής ενασχόλησης με την ιστορία της Ψυχιατρικής και της αμοιβαίας εμπλοκής της με το Ναζισμό, η Ψυχιατρική και οι συνθήκες της ζωής των ψυχικά πασχόντων ήταν επί δεκαετίες αντικείμενα έλξης της προσοχής του ενδιαφερομένου κοινού, στα πλαίσια των κοινωνικό – φιλελευθέρων μεταρρυθμίσεων.

Ταυτόχρονα, έγινε σ’ αυτά τα χρόνια με εντολή της Ομοσπονδιακής κυβέρνησης με τη λεγόμενη Διάσκεψη για την Ψυχιατρική, ένας κριτικός ισολογισμός της κατάστασης της ζωής των ׳υχικά πασχόντων και όλων των ελλείψεων τους, ενώ παράλληλα εμφανίστηκε μια συσπείρωση από ενδιαφερομένους για τη μεταρρύθμιση, ειδικούς και εκπροσώπους πολλών κοινωνικών τομέων, μέσω της ιδρύσεως της Γερμανικής Εταιρείας για την Κοινωνική Ψυχιατρική. Σ’ αυτό το πλαίσιο δημοσιεύθηκαν τότε πολυάριθμες εργασίες για την Ιστορία της Ψυχιατρικής κατά τη διάρκεια του Ναζισμού.

Πέρασαν άλλα δέκα χρόνια μέχρις ότου θύματα που είχαν επιζήσει έχοντας υποστεί ταυματισμούς και ταπεινώσεις σε ιδρύματα την εποχή του Ναζισμού μπόρεσαν να ακουστούν στο ευρύτερο κοινό και να διεκδικήσουν τουλάχιστον το δικαίωμά τους για χρηματική αποζημίωση.

Μια μοιραία σύνδεση ανάμεσα σε μιά Ψυχιατρική, η οποία για να εξουδετερώσει την αρρώστεια ήταν έτοιμη να φτάσει μέχρι τη δολοφονία των ασθενών και μιά πολιτική, η οποία σαν προετοιμασία για πόλεμο προς τα έξω, διεξήγαγε τον πόλεμο πρός τα μέσα, ενάντια σ’ όσους θεωρούνταν κοινωνική σαβούρα και γενετική απειλή για τη φυλή προηγήθηκε των προγραμμάτων της Ψυχιατρικής για εξολόθρευση κατά τη διάρκεια του Ναζισμού.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΔΑΡΒΙΝΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΡΑΤΣΙΣΜΟ
Επιλογή, Στείρωση και Εξολόθρευση της «ζωής χωρίς αξία»



ναζί 2
Ρατσιστικές θεωρίες μπορούν να παρατηρηθούν, κατά τους Giise και Schmake, ήδη από τον 18ο αιώνα. Εξυπηρετούσαν από την γέννησή τους την βιολογική θεμελίωση κοινωνικών διαφορών μεταξύ εθνών και κοινωνικών στρωμάτων και την υποκειμενική οριοθέτηση ενάντια στον ξενικό χαρακτήρα άλλων τρόπων ζωής και πολιτισμών.

Ενα σημαντικό βήμα στην εξέλιξη της ρατσιστικής θεωρίας υπήρξε η μεταφορά των μηχανισμών επιλογής, που διατυπώθηκαν για τη φύση από το Δαρβίνο στις κοινωνικές συνθήκες.

Το 1895 ο νομικός Adolf Jost συνέγραψε το βιβλίο «Το δικαίωμα στο θάνατο». Σ’ αυτόν χαρακτήριζε την κατ’ αρχήν διατήρηση της ζωής σαν κάτι άκαρδο απέναντι στον ανίατο ασθενή, επιβλαβές απέναντι στο συμφέρον της κοινωνίας, σαν παράλογο και οπισθοδρομικό (πρβλ. Dömer 1975). M’ αυτό το σύγγραμμα ο Jost πραγματοποιεί, μία ρήξη με μεγάλες συνέπειες στην μέχρι τότε ιατρική, θεολογική, ηθική και νομική στάση απέναντι στην ανθρώπινη ζωή: η ζωή δεν έχει πια μια αφέ-αυτής, ή σε μια θρησκευτική ή ηθική διάσταση, αναγόμενη απόλυτη αξία, αλλά γίνεται σχετική. Το μέγεθος της οδύνης και η μ’ αυτή συνδεδεμενη επιβάρυνση της κοινωνίας από την αρρώστια και την αναπηρία, κηρύχθηκαν ανώτατο κριτήριο για την εκτίμηση της ανθρώπινης ζωής.

Το 1904 δημιουργήθηκε με το περιοδικό «Αρχείο για τις φυλές και την Κοινωνιοβιολογία» ένα κεντρικό βήμα για την διάδοση της φυλετικής σκέψης. Σ’ αυτό ανάχθηκαν η φυλετική υγιεινή και η διατήρηση της κληρονομικότητας σε ύψιστο κριτήριο.

Η κοινωνία θεωρήθηκε ένας ζωντανός οργανισμός του οποίου η εξέλιξη καθορίζεται απο μια φυσική επιλογή. Ατομική και κοινωνική ζωή σήμαινε επομένως προσαρμογή στους νόμους της φύσης. Η φυλετική βιολογία έγινε ιστορική και κοινωνική επιστήμη!! (πρβλ Ciise και Schmacke 1976).
Δεκαετίες αργότερα η οργάνωση και η δραστηριότητα του ναζιστικού κράτους στην υπηρεσία του εθνικού σώματος και της εθνικής υγείας απέκτησε μ’ αυτό τον τρόπο μια ψευτοβιολογική νομιμότητα.

M’ αυτό το τρόπο ο κοινωνικός δαρβινισμός έγινε τμήμα μιάς φυλετικής βιολογίας, η οποία έγινε το θεμέλιο για μια συστηματική κοινωνική πολιτική. Θύματα αυτής της πολιτικής έγιναν οι άνθρωποι, των οποίων η ζωή ταξινομήθηκε σαν «χωρίς αξία», και οι οποίοι μπήκαν στο περιθώριο σαν η «σαβούρα» της κοινωνίας.


ναζί 3
Το 1930, ο Alfred Rosenberg δήλωνε, στο βιβλίο του «Ο μύθος του 20ου αιώνα» ότι «η φυλετική προστασία, η φυλετική πειθαρχία και η φυλετική υγιεινή είναι απαραίτητες απαιτήσεις μιάς καινούργιας εποχής «. Αυτό συνδεόταν με την αντίληψη για την απειλητική δύση του πολιτισμού μέσω της φυλετικής ανάμειξης και ζημίας της βιολογικής κληρονομιάς απο την «ζωή χωρίς αξία».

Για την ανάμειξη της ρατσιστικής θεωρίας και της ετοιμότητας για την εξολόθρευση της ζωής, χρησιμεύουν σαν βάση πολύπλευρα κίνητρα: αυτοκρατορική τάση για επιβολή, ως μεγάλη Δύναμη δέχτηκε με το τέλος του πρώτου παγκόσμιου πολέμου μιά πικρή ήττα και με τη συνθήκη των Βερσαλιών εισέπραξε τον λογαριασμό, που από πλατείς εθνικιστικούς κύκλους θεωρήθηκε ταπείνωση και αδικία. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα της εθνικής κατάθλίψης, στο οποίο είχαν διαψευθεί και οι ελπίδες για ριζικές κοινωνικές αλλαγές, η φυλετική θεωρία έγινε ο συνδετικός κρίκος, ο οποίος έθεσε την εθνική συσπείρωση, το αίσθημα αυτοεκτίμησης και τις αυτοκρατορικές απαιτήσεις για κυριαρχία στην υπηρεσία της ανέλιξης της φυλής. Η ρατσιστική θεωρία απόκτησε έτσι μια λειτουργία με έντονο χαρακτήρα σχηματισμού ατομικής ταυτότητας.

Ο Domer μιλάει σχετικά για μια «ιμπεριαλιστική νοητική δομή», η οποία εμποδίζει έναν ευρύ καταμερισμό της γης και η οποία θα είχε μεταβιβάσει απαιτήσεις για εξουσία στο εσωτερικό της ίδιας της ψυχής και θα είχε δημιουργήσει την δική της, βιολογικά νομιμοποιημένη, απομονωμένη μειονότητα. Έβλεπαν την αιτία της παρακμής της κυριαρχίας και του πολιτισμού στον βιολογικό εκφυλισμό, στον αυξανόμενο ατομικισμό και στην πίστη σε ορθολογιστικές θεωρίες. Στην θέση τους έβαλαν την ιδέα του λαού και του έθνους σαν τα «αληθινά άτομα». Οι ορθολογικές θεωρίες, οι ιδέες του διαφωτισμού απορρίφθηκαν και αντικαταστάσθηκαν απο μια μυστικιστική ενδοστρέφεια, απο τις έννοιες της Φυλής, του Αίματος και της Γης, οι οποίες έγιναν κατασκεύασμα προσδιορισμού των πάντων στην πραγματικότητα.

Με την ερμηνεία της ιστορίας και της κοινωνίας στη βάση των ρατσιστικών θεωριών συνδεόταν ο αγώνας ενάντια στις απειλές για την κοινωνία, ο οποίος διεξάγονταν για την εξοικείωση με τον πόλεμο στο εσωτερικό της κοινωνίας και προετοίμαζε τον πόλεμο προς τα έξω.
Ταυτόχρονα, ανάπηροι και άρρωστοι χαρακτηρίστηκαν σαν κοινωνική σαβούρα, σαν εμπόδια για την αυτοκρατορική πολιτική και για τις στρατηγικές ταξικής ειρήνης, απέναντι στους απειλούμενους από την εξαθλίωση εργάτες και τα μεσαία στρώματα.

Ο φόβος μπροστά στο πλημμύρισμα του «υγιούς εθνικού σώματος» από την άρρωστη βιολογική κληρονομιά συνδέθηκε με την κριτική για κάθε είδους κρατική πρόνοια, η οποία προσπαθούσε να διαφυλάξει και να προστατέψει την ζωή ανάπηρων και αρρώστων ανθρώπων.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΡΩΣΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΑΡΡΩΣΤΩΝ.


ναζί 4

Η ετοιμότητα της Ψυχιατρικής να προσαρμοστεί στην φυλετική κοινωνική πολιτική του Ναζισμού και στα πλαίσια αυτής της πολιτικής να υιοθετήσει ένα κεντρικό, σταθεροποιητικό για το καθεστώς ρόλο ήταν προδιαγεγραμμένη στην ιστορική εξέλιξη: η Ψυχιατρική εξελίχθηκε από την γέννηση της στα χρόνια της γαλλικής επανάστασης μέσα σ’ ένα πεδίο έντασης ανάμεσα σ’ ένα κοινωνικό και πολιτιστικό προσανατολισμό από τη μια κι ένα ιατρικό-φυσικό, επιστημονικό προσανατολισμό από την άλλη. Στη Γερμανία αυτή η διαμάχη εκφράστηκε τον περασμένο αιώνα ανάμεσα στους ψυχίατρους Wilhelm Griesinger (11817-1868) και Kraepelin( 1856-1926).

Ο Wilhelm Griesinger μπορεί δίκαια να θεωρηθεί ο πρόδρομος και ιδρυτής της σημερινής Κοινωνικής Ψυχιατρικής.

Ήλπιζε να φτάσει με τη διευρεύνηση της πράξης και μέσα από τη σύνδεση της φυσικής έρευνας και της ψυχολογικής παρατήρησης σε μια θεωρία σχετικά με τη γένεση και ανάπτυξη της ψυχικής οδύνης, η οποία να επαληθεύεται στην καθημερινή ζωή. Αυτό που ήλπιζε ήταν να μπορέσει να ξεπεράσει την Πρακτική της Ψυχιατρικής του εγκλεισμού. Ο Griesinger ανέπτυξε ένα μοντέρνο, πολυπαραγοντικό ερμηνευτικό μοντέλο για την γένεση και εξέλιξη της ψυχικής οδύνης, λαμβάνοντας υπ’ όψιν οργανικούς, ψυχικούς και κοινωνικούς παράγοντες.

Ο διάλογος με τον ασθενή, η συνολική παρατήρηση της συμπεριφοράς του, των γλωσσικών και συγκινησιακών του εκδηλώσεων, των συνθηκών της ζωής του και του ιστορικού του ήταν γι’ αυτόν οι βασικές πηγές γνώσης.

Ο Griesinger ανέπτυξε το σχέδιο να ιδρύσει στους δήμους αστικά άσυλα, μικρές νοσηλευτικές μονάδες. Πρότεινε την επίσκεψη και την θεραπεία/παρακολούθηση των ψυχικά ασθενών στο σπίτι και ζητούσε να γνωρίσει τις συνθήκες ζωής τους. Σ’ αυτό είχε επηρεαστεί από το αγγλικό κίνημα «No restraint».

Το σχέδιό του ο Griesinger, που υπέβαλλε το 1867 στο συνέδριο του τότε επαγγελματικού σωματείου, ηττήθηκε. Αντ’ αυτού αποφασίστηκε τότε η ανέγερση μεγάλων φρενοκομείων.


ναζί 5
Ωστόσο ήδη στις αρχές αυτού του αιώνα διαμορφώθηκαν, σύμφωνα με την δική του παράδοση, σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας κοινοτικές υγειονομικές υπηρεσίες, στα πλαίσια της εξωτερικής περίθαλψης.

Η παραιτέρω πορεία της Ψυχιατρικής στα τέλη του περασμένου αιώνα συνδέθηκε με τον όνομα του Emil Kraepelin. Για τον Kraepelin η ανθρώπινη εξέλιξη και έτσι και η γένεση της φρενοβλάβειας είναι προκαθορισμένες από γενετικούς κανόνες. Η μοίρα των ψυχασθενών είναι ουσιαστικά «ένα αποτέλεσμα της ανάμειξης των γονιδίων». (Güse και Schmacke).

Οι φρενοβλάβιες είναι, κατά την άποψή του, διαταραχές στην λειτουργία του οργανισμού, οι οποίες είναι προκαθορισμένες βιολογικά στην γένεση και πορεία τους. Ψυχοκοινωνικές και Ψυχοδυναμικές συνάφειες απορρίπτονται σχεδόν εντελώς. Στόχος του ήταν η αντικειμενικότερη παρατήρηση των περιπτώσεων, η περιγραφή της εικόνας της αρρώστειας, η συμπτωματολογία και η πορεία της, η διάγνωση και η κατάταξη της στα πλαίσια μιάς απ’ αυτόν θεμελιωμένης παθολογίας.


Μαουτχάουζεν 1
Με την αλλαγή της αντίληψης για την ψυχική αρρώστεια, άλλαξε και η στάση απέναντι στους ψυχικά αρρώστους. Στην θέση της θεραπευτικής αισιοδοξίας, από την εποχή της ηθικής θεραπείας και της γνωστικής αισιοδοξίας του Griesinger, εμφανίστηκε μια αυξανόμενη έλλειψη ενδιαφέροντος απέναντι στις συνθήκες της ζωής και την οδύνη, η οποία θεωρήθηκε όλο και περισσότερο αμετάτρεπτη, ακατάληπτη και η οποία έπρεπε συνεπώς να διαγνωστεί, να ταξινομηθεί και να απομονωθεί. Σε επιβεβαίωση αυτού του θεραπευτικού μηδενισμού, η διάγνωση της φρενοβλάβειας σήμαινε ταυτόχρονα την σταθερή οριοθέτηση μιας πρόγνωσης καθώς και διεργασία της χρονιότητας.

Γνωστοί ψυχίατροι εκτίμησαν, την περίοδο του Ναζισμού τις υπηρεσίες του Kraepelin, θεωρώντας ότι η συστηματική του ταξινόμηση ήταν η προϋπόθεση για τη μελέτη της κληρονομικότητας και ότι στη συνέχεια έδειχνε πως η ανάπτυξη αυτή δεν θα ήταν δυνατή σύμφωνα με την εννοιολογία του Griesinger. (Giise και Schmacke).

Επιπλέον ο Kraepelin, δεν δίστασε να κάνει με επιθετικό τρόπο την ψυχιατρική του αντίληψη μέρος της κοινωνικής σύγκρουσης. Έτσι θεωρούσε την μόλυνση των υγιών δυνάμεων στο πολεμικό μέτωπο, και τον αυξανόμενο αριθμό από «ολιγοφρενείς”, ως ουσιώδεις αιτίες για την ήττα (της Γερμανίας) στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η μεταστροφή από την θεραπευτική απελπισία στην αποδοχή της εξολόθρευσης περιγράφεται (από τους Von Dömer/Plog) με τον ακόλουθο τρόπο: όλα αυτά οδήγησαν αυτούς τους ψυχιάτρους που ήθελαν να είναι αποτελεσματικοί σαν γιατροί, παρά τον θεραπευτικό μηδενισμό, στην αντίληψη: αφού δεν είναι δυνατή η θεραπεία και η λύτρωση του κάθε ασθενή, τότε τουλάχιστον ας έχουμε την υπηρετούσα το κράτος λύτρωση της κοινωνίας από τον •ψυχικά ασθενή.Έτσι ο Kraepelin και άλλοι θεώρησαν πρόοδο όσο το δυνατόν περισσότεροι ψυχικά ασθενείς, από την αναπαραγωγική ηλικία και πέρα να φυλάγονται στα ιδρύματα. Ο ίδιος «κοινωνικοθεραπευτικός» στόχος έκανε πολλούς ψυχίατρους, με τις καλύτερες κατά τα άλλα προθέσεις από υποκειμενική άποψη και με «καλή καρδιά», να είναι σύμφωνοι με τον εθνικοσοσιαλισσμό.


Μαουτχάουζεν 2
Το 1920, δυο επιφανείς καθηγητές της εποχής τους, ο νομικός Alfred Karl Binding και ο ψυχίατρος Alfred Hoche, δημοσίευσαν μία μπροσούρα με τίτλο «Η άδεια για την εξολόθρευση της χωρίς αξία ζωής». M’ αυτό το σύγγραμμα διασταυρώνονται κατά κάποιον τρόπο, η ανάπτυξη της ρατσιστικής θεωρίας και η επηρεασμένη από τον Kraepelin αναγωγιστική ψυχιατρική σ’ ένα πρόγραμμα, το οποίο έγινε η στρατηγική του Ναζισμού για την εξολόθρευση. Σ’ αυτό, αμφισβητήθηκε, κατ’ αρχήν στους ׳ψυχικά ασθενείς, το δικαίωμα τους στη ζωή:

«Δεν έχουν ούτε την θέληση να ζήσουν ούτε την επιθυμία να πεθάνουν… η ζωή τους είναι απολύτως άσκοπη, αλλά δεν τη νοιώθουν σαν ανυπόφορη. Για τους δικούς τους, όπως και για την κοινωνία αποτελούν μια εξαιρετικά μεγάλη επιβάρυνση. Ο θάνατος τους δεν αφήνει πίσω του ούτε το παραμικρό κενό».

Επιπλέον, άρχισαν να κάνουν υπολογισμούς για το κόστος των δαπανών της νοσηλείας των ׳ψυχασθενών στα ιδρύματα, κατά τη διάρκεια μιας γενιάς. Παρόμοιες κατασκευές μπήκαν αργότερα, στα πλαίσια της ναζιστικής προπαγάνδας, σαν προβλήματα αριθμητικής στα γερμανικά σχολικά βιβλία. Στους ψυχασθενείς και ανάπηρους αμφισβητήθηκε η ικανότητα για υποκειμενικό αίσθημα. Η συμπόνια και η λύπη χαρακτηρίστηκαν κατά συνέπεια από τους Binding/Hoche ως «βαθειά ριζωμένο λάθος της σκέψης», με την αιτιολογία ότι «όπου δεν υπάρχει πόνος δεν υπάρχει και συμπόνια» (πρβλ. Dömer 1975).

Οι Binding και Hoche καθόριζαν ως το 1933 κάτω από το αθώο σύνθημα της «Ευθανασίας» όλη τη διαμάχη που γινόταν για την τοποθέτηση του ζητήματος σχετικά με το δικαίωμα για τη ζωή των ψυχασθενών και των αναπήρων.

Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗΣ ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΣΗΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΝΑΖΙΣΜΟ
Στις 30 Ιανουάριου 1933 ο ADOLF HITLER ανακηρύσσεται καγκελάριος του Ράιχ. Ήδη στις 14 Ιουλίου λίγους μήνες μετά την εγκατάσταση του Ναζισμού στην εξουσία, ανακοινώνεται ο «νόμος για την πρόληψη κληρονομικών ασθενειών στις νεες γενιές».

Τετράδια ΨυχιατρικήςΠρόβλεπε την αναγκαστική στείρωση σε ανθρώπους με «εκ γενετής ολιγοφρένεια. σχιζοφρένεια, κυκλοθυμική (μανιοκαταθλιπτική) φρενοβλάβεια, κληρονομική επιληψία και βαρύ αλκοολισμό». Συγχρόνως καθιερώθηκε η υποχρεωτική απογραφή όσων αφορούσε αυτός ο νόμος. Υπολογίζεται ότι συνολικά 200.000 – 350.000 άνθρωποι υπέστησαν αναγκαστική στείρωση με βάση αυτό το νόμο. M’ αυτό τον τρόπο είχε ξεπεραστεί το όριο, μετά το οποίο ερχόταν η εξολόθρευση της ζωής.

Κατά τον Dömer, εκφράστηκε σε διάφορα ψυχιατρικά περιοδικά, από το 1933 και μετά, ένα έντονο συναίσθημα της απελευθέρωσης… επιτέλους να περάσουν τα σχέδια και τα μέτρα, που ήδη είχαν αναγνωριστεί ορθά από πολύν καιρό, στην πράξη.

Από το 1933 χειροτέρεψαν, επιπλέον οι συνθήκες ζωής στα ιδρύματα λόγω των δραστικών περικοπών των οικονομικών πόρων.

Οι τρόφιμοι των ιδρυμάτων υπέφεραν, κατά συνέπεια, όλο και περισσότερο από πείνα, αρρώστειες και εξάντληση. Το 1935 διατυπώθηκαν οι νομικές προϋποθέσεις για να μπορούν να επιβληθούν οι διακοπές εγκυμοσύνης για «λόγους υγιεινο-κληρονομικούς». Τον ίδιο χρόνο ο Hitler δήλωσε στο συνέδριο του κόμματος την πρόθεση του να πραγματοποιήσει, σε περίπτωση πολέμου, ένα «Πρόγραμμα Ευθανασίας«.

Την άνοιξη του 1939 ιδρύθηκε στην «καγκελαρία του Φύρερ», σε άμεσο περιβάλλον του Adolf Hitler., μιά επιτροπή του Ράιχ, η οποία μέσω ενός υπουργικού διατάγματος διέταξε τη δήλωση όλων των αναπήρων παιδιών στην αρμόδια υγιειονομική υπηρεσία. Βάσει αυτής της δήλωσης αποφάσιζαν τρείς, ορισμένοι απ’ αυτήν την επιτροπή, εμπειρογνώμονες για το θάνατο ή τη ζωή των παιδιών.

Σε περίπτωση άρνησης των γονιών να συμφωνήσουν με τη δολοφονία του παιδιού τους, τους απειλούσαν με την αφαίρεση της επιμέλειας του παιδιού. Η θανάτωση τελούνταν σε ιδιαίτερα «ειδικά παιδικά τμήματα» σε διάφορα νοσοκομειακά ιδρύματα. Περίπου 5000 παιδιά έπεσαν θύματα αυτής της επιχείρησης, η οποία παρέμενε μυστική, και συνεχίστηκε ως το τέλος του πολέμου.


Ψυχασθενής καθ' οδόν προς ευθανασία. (Από το περιοδικό του Ναζιστικού κόμματος "Neues Volk" 1934, Vol. 2 fase. 1, p. 16)
Από τον Ιούλιο ως τον Σεπτέμβριο του 1939 προετοιμάστηκε η λεγάμενη Τ4 -Δράση για την δολοφονία ψυχασθενών, που πήρε το όνομα της από τον «τόπο συναντήσεων» στο Βερολίνο, Tiergartenstrasse 4.

Παράλληλα με τις προετοιμασίες για τον πόλεμο, μια επιτροπή, με απ’ευθείας εντολές από τον Hitler και με πλήρως απόρρητο τρόπο, σχεδίαζε τις σχετικές διοικητικές διαδικασίες.

Το μυστικό διάταγμα που θεσπίστηκε από τον Hitler, προχρονολογήθηκε εκ των υστέρων για την 1- 9-1939, την χρονική στιγμή του αιφνιδιαστικού πολέμου, κατά της Πολωνίας. Σ’ αυτό αναφερόταν: «Ο προϊστάμενος του Ράιχ (για τα θέματα αυτά) Bouhler και ο ιατρός Brandt (ο προσωπικός γιατρός του Hitler) έχουν εντολή να διευρύνουν υπευθύνως την εξουσιοδότηση σε συγκεκριμένους γιατρούς που ορίζονται ονομαστικά έτσι ούτε να μπορεί να απονεμηθεί σε ανίατους ασθενείς κατά την ανθρωπίνως δυνατή ορθή κρίση, με κριτική εκτίμηση της καταστασής τους, ο χαριστικός θάνατος».

Η ενέργεια της εξολόθρευσης άρχισε με την αποστολή δελτίων δηλώσεως σε διάφορα ιδρύματα για την ονομαστική και διαγνωστική απογραφή όλων των τροφίμων των ιδρυμάτων. Με μόνη βάση τα δελτία δηλώσεως γίνονταν μια γνωμάτευση, που αποφάσιζε για τη θανάτωση. Μετά από αυτή την γνωμάτευση διατάσσονταν η μεταφορά των ασθενών σε ενδιάμεσα ιδρύματα για να καλυφθεί η πορεία της διαδικασίας. Από κει και πέρα ακολουθούσε η εισαγωγή σε ένα απο τα εξής ειδικά γι’ αυτό φτιαγμένα, ιδρύματα θανάτου. Οι συγγενείς δεν κατόρθωναν κατά κανόνα να εντοπίσουν τη διαμονή του αρρώστου τους. Αντί γι’ αυτό λαβαίναν σε λίγο καιρό την ειδοποίηση για τον ξαφνικό θάνατο του αρρώστου συγγενή τους και το απ’ ευθείας κάψιμο του πτώματος για λόγους αποφυγής επιδημιών.

Οι δολοφονικές ενέργειες σχεδιάζονταν και οργανώνονταν συστηματικά. Μπορούν να θεωρηθούν πρόδρομοι των μετέπειτα εφαρμοσθεισών εκστρατειών εξολόθρευσης των Εβραίων, πολιτικών της αντιπολίτευσης, τσιγγάνων και ομοφυλόφιλων.

Για την εκτέλεση τους δημιουργήθηκαν ειδικοί οργανισμοί:

- η κοινοπραξία θεραπευτηρίων και περίθαλψης για την απογραφή και επιλογή των θυμάτων του Ράιχ.
- το «κοινωφελές φιλανθρωπικό ταμείο για τη φροντίδα των ιδρυμάτων», που είχε σαν αποστολή την ανέγερση και συντήρηση των ιδρυμάτων θανάτου.
- η «κοινωφελής μεταφορά ασθενών GMBH» (Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης ΕΠΕ), που οργάνωνε την μεταφορά των θυμάτων.
- το κεντρικό λογιστήριο θεραπευτηρίων και ίδρυμάτων περίθαλψης, που έστελνε στους συγγενείς το λογαριασμό για τα έξοδα που προκλήθηκαν.

Ένα ειδικό «τμήμα επιστολών παρηγοριάς» ανέλαβε το καθήκον να ειδοποιεί τους συγγενείς χωρίς να επονομάζει τις αληθινές περιστάσεις του θανάτου.

Η παράλογη τελειότητα του μηχανισμού των δολοφονιών και η γραφειοκρατία της εξολόθρευσης δίνεται με παραστατικό τρόπο σε μια έκθεση, που δημοσιεύτηκε, του Emst Klee, ενός θερμαστή από το ίδρυμα Hartheim:

«Οι φρενοβλαβείς, απ’ ότι ξέρω, διακομίζονταν από διάφορα θεραπευτήρια και νοσοκομεία με τον σιδηρόδρομο και με αυτοκίνητα τούς έφερναν στο Hartheim (…). Πρώτα, οι διακομιζόμενοι μεταφέρονταν στα αποδυτήρια (…). Τα ρούχα και οι αποσκευές που έφερναν μαζί τους μαζεύονταν, καρτελλώνονταν και αριθμούνταν. Τα άτομα γυμνά πήγαιναν έπειτα μέσα από ένα διάδρομο στο λεγόμενο δωμάτιο υποδοχής (…) Εκεί βρίσκονταν ένας γιατρός με ένα κλιμάκιο από τρείς ως τέσσερις βοηθούς. Απ’ όσο μπορώ να κρίνω, ως μη ειδικός, οι γιατροί δεν εξέταζαν αυτούς που έφθαναν, αλλά λάβαιναν γνώση γι’ αυτούς μόνο από τους φακέλους τους (…)


Νταχάου9
Ένας νοσοκόμος έπρεπε να σταμπάρει τον καθένα χωριστά με τον αύξοντα αριθμό πάνω στον ώμο ή στο στήθος. Οι αριθμοί είχαν μέγεθος περίπου τρία με τέσσερα εκατοστά. Τα άτομα που είχαν χρυσά δόντια ή χρυσές γέφυρες σημαδεύονταν στη πλάτη μ’ ένα σταυρό. Μετά από αυτή την διαδικασία τα άτομα οδηγούνταν σ’ ένα διπλανό θάλαμο και εκεί φωτογραφίζονταν. Από το θάλαμο φωτογράφισης οδηγούνταν μέσω μια δεύτερης εξόδου πάλι στο δωμάτιο υποδοχής και από κεί, μέσα από μια ατσάλινη πόρτα, στον θάλαμο αερίων (…) Ολόκληρος ο θάλαμος ήταν έτσι σχεδιασμένος που μπορούσες να υποθέσεις ότι πρόκειται για ένα λουτρό. Στα ταβάνια υπήρχαν τρία ντούζ.

Για τον εξαερισμό του θαλάμου υπήρχαν ανεμιστήρες. Ένα παράθυρο, που βρισκόταν στο θάλαμο, των αερίων φρασσόταν με κάγκελα. Από αυτό το θάλαμο μια δεύτερη ατσάλινη πόρτα οδηγούσε στο δωμάτιο, όπου βρισκόταν η εγκατάσταση αερίου. Αφού είχε ολοκληρωθεί όλη η μεταφορά, δηλαδή είχαν γίνει όλες οι εγγραφές, όλες οι σφραγίσεις, οι φωτογραφίσεις και η σήμανση εκείνων των ατόμων που είχαν χρυσά δόντια, πήγαιναν όλοι στο λουτρό – θάλαμο αερίων. Η ατσάλινη πόρτα έκλεινε κι ο εκάστοτε ιατρός διοχέτευε το αέριο στον θάλαμο των αερίων. (…)


Νταχάου8
Μετά από μιάμιση ώρα περίπου εξαεριζόταν ο θάλαμος (…) Αφού είχε γίνει ο εξαερισμός, έπρεπε εμείς οι θερμαστές να απομακρύνουμε τα πτώματα από το θάλαμο αερίων και να τα μεταφέρουμε στο νεκροθάλαμο… Η μεταφορά των νεκρών από το θάλαμο αερίων στο νεκροθάλαμο ήταν μια πολύ δύσκολη και ψυχοφθόρα δουλειά. Δεν ήταν εύκολο να διαχωριστούν τα κολλημένα μεταξύ τους πτώματα και να συρθούν στο νεκροθάλαμο (…)

Στο νεκροθάλαμο στοιβάζονταν τα πτώματα. Δίπλα στο νεκροθάλαμο βρισκόταν η εγκατάσταση της καύσης. Αυτή ήταν εξοπλισμένη με το λεγόμενο «τηγάνι», το οποίο μπορούσε να βγει έξω από το φούρνο. Πάνω σ’ αυτό το «τηγάνι» έβαζαν τους νεκρούς κι όπως στους φούρνους, τους έχωναν μέσα και τους άδειαζαν εκεί. Ανάλογα με τον αριθμό των νεκρών καίγαμε δύο με οχτώ πτώματα. Ο φούρνος θερμαινόταν με κάρβουνο. Η δουλειά συνεχιζόταν, ανάλογα με τις ανάγκες, μέρα και νύχτα. Πριν καούν οι νεκροί, οι θερμαστές έβγαζαν τα χρυσά δόντια απ’ αυτούς που ήταν σημαδεμένοι με το σταυρό. Αυτά παραδίνονταν στη Διοίκηση (…)

Μετά το κάψιμο των πτωμάτων τα απομεινάρια των οστών, που είχαν πέσει από την σχάρα του φούρνου, μεταφέρονταν σ’ ένα μύλο και το αποκαμένο οστάλευρο το έστελναν στους πενθούντες συγγενείς αντί για τη σωρό. Επειδή η δουλειά ήταν πολύ κουραστική, κι’ όπως είπαμε, ήταν ψυχοφθόρα, μας έδιναν κάθε μέρα ένα τέταρτο του λίτρου ρακί.

ΕΠΙΣΗΜΗ ΚΑΤΑΠΑΥΣΗ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΕΞΟΛΟΘΡΕΥΣΗΣ – ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ «ΑΓΡΙΑΣ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ»
Ήδη ο νόμος για την στείρωση συνάντησε μια δημόσια αντίσταση, από συγγενείς, από ορισμένους ψυχίατρους, νομικούς καθώς και από εκπροσώπους της εκκλησίας.


Νταχάου5
Και στη συνέχεια της πορείας υπήρξαν καλυμένες και ανοιχτές αντιδικίες ενάντια στην επιλογή της εξόντωσης. Έτσι, διευθυντές ιδρυμάτων αρνούνταν να συμπληρώσουν τα δελτία απογραφής. Στη θέση τους, τότε, αναλάμβανε μια επ’ αυτού οριζόμενη «επιτροπή γιατρών» να διεκπεραιώσει το έργο.

Ωστόσο ήταν δυνατό οι διευθυντές ιδρυμάτων και συνεργάτες τους να δώσουν εξιτήρια και μέσω μεταφοράς σε θετές οικογένειες κλπ. να σώσουν από το θάνατο πολλούς ανάπηρους.

Διάφοροι ιστορικοί υποθέτουν ότι υπήρχε η δυνατότητα να υιοθετηθεί μια κοινή στάση απέναντι στην πολιτική της εξολόθρευσης και σε πολλές συγκεκριμμένες περιπτώσεις να σωθούν ζωές. Ένα διφορούμενο ρόλο έπαιξαν σ’ αυτό οι εκπρόσωποι της εκκλησίας και τα συνδεδεμένα μ’ αυτήν αγαθοεργά ιδρύματα της Εκκλησίας.

Έτσι, υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα για την ιδεολογική κάλυψη και την θεσμική υποστήριξη της στείρωσης και των προγραμμάτων εξολόθρευσης. Ταυτόχρονα,όμως, πολλοί εκκλησιαστικοί εκπρόσωποι, προέβαλαν αντίσταση όπως ο καθολικός καρδινάλιος Clemens von Gahlen και ο Ευαγγελικός επίσκοπος Wurm, που συνέβαλαν με την δημόσια τοποθέτησή τους στην επίσημη κατάπαυση της ενέργειας αυτής στις 24-8-1941.

Yπολογίζεται ότι περίπου 100.000 ψυχασθενείς και ανάπηροι έπεσαν θύματα της εξολόθρευσης.


Νταχάου3
Μετά από αυτό το χρονικό σημείο σταμάτησαν οι επιχειρήσεις εξόντωσης σε θαλάμους αερίων, συνεχίζονταν, όμως, ως το τέλος του πολέμου οι φόνοι από πείνα, κρύο, καταναγκαστική εργασία και φαρμακευτική δηλητηρίαση. Και μετά το επίσημο τέλος της Δράσης Τ4 συνεχίζονταν, εκτός της «άγριας ευθανασίας» κι’ άλλες περαιτέρω συστηματικές ενέργειες εξόντωσης, που είχαν ως στόχο την επιλογή ασθενών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γ ια την λεγόμενη ειδική θεραπεία 14 F 13 ανάλαβαν το καλοκαίρι του 1941 ψυχίατροι της μόλις περατωμένης Δράσης Τ4, για να εξετάσουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κρατούμενους σχετικά με την ικανότητα τους και την χρησιμότητά τους για εργασία.

Οι διαγνώσεις τους ήταν μεταξύ άλλων και οι εξής: γερμανοεχθρικό φρόνημα, φανατικός εχθρός των Γερμανών, αντικοινωνικός ψυχοπαθής, φανατικός κομμουνιστής… (πρβλ Dömer 1975). Ορισμένοι ιστορικοί υπολογίζουν ότι ο αριθμός των θυμάτων αυτής της επιχείρησης ήταν περίπου 20.000 άνθρωποι. Κι αυτή η επιχείρηση τελείωσε επίσημα το 1942, όταν εξαιτίας καταχρήσεων στην εκτέλεσή της και ενάντια στα οικονομικά συμφέροντα για την αξιοποίηση της εργασίας, θυσιάστηκαν και πάρα πολλοί ικανοί για εργασία κρατούμενοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Αυτή η χρονολογία της οικονομικά σχεδιασμένης δολοφονίας θέτει, για μιαν ακόμη φορά, το ερώτημα, πως άτομα με διαφορετικές κοινωνικές λειτουργίες κατέληγαν να συμμετέχουν σ’ αυτές τις διαδικασίες. Απλές απαντήσεις δεν είναι δυνατό να δοθούν σ’ αυτό το σημείο, δεν υπάρχει μια ευθύγραμμη εξήγηση.

Ο Victor von Weizsäcker και άλλοι διατύπωσαν την θέση: στο εδώλιο των κατηγορουμένων στη δίκη των γιατρών στη Νυρεμβέργη, κάθησε η στενή φυσικό – επιστημονικά περιορισμένη ιατρική, η αντίληψη που θεωρεί τον άνθρωπο μόνο ως αντικείμενο.

Ο Dömer κριτικάρει αυτή τη μονόπλευρη ερμηνεία με την παρατήρηση ότι γνωστοί εκπρόσωποι της βιολογικής – φυσικό-επιστημονικής Ψυχιατρικής είχαν διαμαρτυρηθεί ενάντια στις ενέργειες της εξόντωσης. Μ’ αυτό, όμως, δεν μπορεί ν’ αμφισβητηθεί η σημασία της αναγωγιστικής ιατρικής (Reduktionistischen medizin), στην παράδοση του Kraepelin, για την εξέλιξη της ψυχιατρικής στο Ναζισμό. Αντίθετα, πρέπει ν’ αναφερθούν πολυάριθμες περαιτέρω απόψεις:
- η μακρά παράδοση μιας πατριαρχικής – αυταρχικής ιδρυματικής ψυχιατρικής.
- η μεγάλη ετοιμότητα να συμπεριφερθούν με νόμιμόφρονα τρόπο απέναντι στις κρατικές απαιτήσεις.
- η αυξανόμενη σημασία της εκτίμησης της ικανότητας για εργασία στην ψυχιατρική γνωμάτευση.
- και τέλος, μια στάση και προαίρεση που χαρακτηρίστηκε «θεραπευτικός ιδεαλισμός».

Η εξόντωση της ζωής έγινε αντιληπτή σαν έκφραση μιας αδίστακτης θεραπευτικής θέλησης στην υπηρεσία της υγείας του σώματος του λαού.

Η Ψυχιατρική στο Ναζισμό χαρακτηρίζεται ακριβώς από τις πολλαπλές διασυνδέσεις οικονομικών, κοινωνικών και ιδεολογικών απαιτήσεων καθώς και από ιατρικές μεταφορές και μύθους. Τα μέτρα τους απέβλεπαν στην εξόντωση μιας αποκλεισμένης μειονότητας και στην συγκρότηση μιάς από αυτήν διαφοροποιημένης Κανονικότητας (Normalität) με τις αξίες, τους προσανατολισμούς και τα υποκειμενικά ιδεώδη που ανήκουν σ’ αυτήν.


Νταχάου
Τα προγράμματα εξολόθρευσης είχαν κατά νου την τελική λύση του κοινωνικού προβλήματος, την απαλλαγή της κοινωνίας από την κοινωνική σαβούρα. Ταυτόχρονα, όμως, έπρεπε μ’ αυτό τον τρόπο να επιδιωχθεί η ανώτατη ετοιμότητα για την απόδοση όλων στην υπηρεσία της κοινωνίας. Με την απομόνωση και την εξόντωση της αρρώστειας διακηρύχτηκαν ταυτόχρονα το ιδεώδες της υγείας, η θέληση για τη διαφύλαξη της υγείας και η σωματική άσκηση ως εθνικό καθήκον. Η σύνδεση της ιατρικής με την φροντίδα για την λαϊκή υγεία, η αποδοχή της κοινωνικοπολιτικής ρητορικής στο χώρο της ιατρικής, ανταποκρινόταν στην εισβολή ιατρικών μεταφορών σε ευρείς κύκλους της κοινωνίας.

Ο ιατρός αναλάμβανε το ρόλο του λαϊκού ηγέτη για την υγεία, ενώ απ’ την άλλη μεριά ο Hilter ονομάστηκε γιατρός του γερμανικού λαού, ο χειρούργος του αρρώστου λαϊκού σώματος (πρβλ. W.F. Haug 1986).
Ο W.F. Haug αναλύει την σύνδεση της ιατρικής με το ιδεολογικό πλέγμα της ναζιστικής κοινωνίας: Η «υγεία» οργανώνει μια ρατσιστική κοινωνία από την άποψη της διαπαιδαγώγησης, του αθλητισμού, της υγιεινής, της σεξουαλικής ηθικής, της ενδυματικής τάξης, της πολεμικής ικανότητας, της θρησκευτικότητας κ.λ.π. Η «αρρώστεια» οργανώνει μιαν αναλογη κοινωνία, όπου το φόβητρο του εχθρού, οι αποτυχημένοι και η αντίσταση βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση».

Ο Ναζισμός δεν επέπεσε, όπως πολλοί ιστορικοί επιμένουν να το παρουσιάζουν – πάνω στην γερμανική κοινωνία, αλλά γεννήθηκε μέσα σ’ αυτήν. Τα εγκλήματα κατά των ψυχασθενών και των ανάπηρων τον καιρό του Ναζισμού δεν ήταν ένα τραγικό ρήγμα στην Πράξη και στην Επιστήμη της Ψυχιατρικής, αλλά το αποτέλεσμα και η συνέχεια μιάς ιστορικής εξέλιξης στην προοδευτική αλληλοεμπλοκή της πολιτικής, της κουλτούρας, της νομικής, της ηθικής και της ιατρικής. Η ενασχόληση με αυτή την ιστορία και τις συνέπειες της μέχρι σήμερα πρέπει να είναι ανάλογα πολύπλευρη.

Θέτει το ερώτημα για την εικόνα του ανθρώπου στην επικοινωνία μας με τους ψυχικά πάσχοντες ανθρώπους, για τις δυνατότητες συμμετοχής στην καθημερινή ζωή, για την κοινωνικοπολιτική υπεράσπιση απομονωμένων κοινωνικών ομάδων. Ενασχόληση με την ιστορία επίσης σημαίνει ν’ αναπτύξεις μια ανοιχτή στάση και ενδιαφέρον απέναντι σε ξένες αξίες και στη διαφορετική συμπεριφορά, να κατανοείς την ψυχική οδύνη σαν έκφραση της ανάγκης της ανθρώπινης ύπαρξης και ταυτόχρονα να επαγρυπνείς, όταν γίνεται πάλι λόγος στην κοινωνία, με τις ίδες μεταφορές, για το πλημμύρισμα της κοινωνίας από ξένους εισβολείς, ή όταν οι λεγόμενοι βιοηθικοί – όπως ο αυστραλός Peter Singer δικαιολογούν δημόσια την δολοφονία ανάπηρων παιδιών ή όταν στη Γερμανία μια εταιρεία για θάνατο με ανθρωπιά βρίσκει θερμή επιδοκιμασία στην ετοιμότητα της να προσφέρει βοήθεια σε αρρώστους ανθρώπους για ν’ αυτοκτονήσουν με Zyankali.
Πέρα από το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του καθενός για την ζωή του, μπορεί μ’ αυτό τον τρόπο να διαμορφωθεί πάλι ένα κοινωνικό κλίμα, όπου γυναίκες θα βρίσκονται κάτω απο την ηθική πίεση να μην γεννήσουν ένα ανάπηρο παιδί και άνθρωποι που έχουν ανάγκη από φροντίδα να βρίσκονται αναγκασμένοι να τερματήσουν τη ζωή τους από κοινωνικό καθήκον, για να μη γίνουν βάρος κανενός.

Ο Fredi Saal, ένας ανάπηρος συγγραφέας, βρίσκει για πολλά από αυτά τα ερωτήματα μια κατάλληλη απάντηση:
«Ως πραγματικά βαρειά ανάπηρος άνθρωπος, ο οποίος μόνο με πάρα πολλές δυσκολίες θα μπορούσε, χωρίς την βοήθεια άλλων ανθρώπων να επιβιώσει, έχω το δικαίωμα, και το καθήκον να γίνω βάρος στο περιβάλλον μου. Είμαι ένα μέρος του Όλου στον ανθρώπινο κόσμο. Συμβάλλω στο να μην ξεχάσει κανένας να βλέπει αυτό το Όλο όπως ωθούμαι και εγώ από τους άλλους, με τη δική τους οντότητα, να βλέπω σ’ αυτούς ένα μέρος του Όλου, χωρίς το οποίο δεν υπάρχει ο άνθρωπος στην ολότητά του» (Dömer 1991) Μάρτης 1991.

(Αναδημοσίευση από το περιοδικό της Επιστημονικής Ένωσης του ΨΝΑ Τετράδια Ψυχιατρικής τεύχος 47, Αφιέρωμα Ψυχιατρική και Φασισμός, Ιούλιος-Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1994)

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

Τα πιο αμφιλεγόμενα ψυχολογικά πειράματα στην ιστορία της ανθρωπότητας

από huffingtonpost
EXPERIMENT PRISON

Για «χάρη της επιστήμης» πολλοί γιατροί, ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι ξεπέρασαν τα ηθικά όρια και έκαναν πειράματα που έβλαψαν ανεπανόρθωτα, πολλές φορές, του συμμετέχοντες.

Το πείραμα του Μίλγκραμ


Το 1961, ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ, κοινωνικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, ήθελε να εξετάσει πειραματικά την υπακοή του ατόμου στην εξουσία. Για το σκοπό αυτό σχεδίασε ένα πείραμα με «δασκάλους», που ήταν και τα πραγματικά υποκείμενα της έρευνας και έναν «μαθητή», που ήταν ένας ηθοποιός. Στο ένα δωμάτιο βρισκόταν ο δάσκαλος, στον οποίο είχε δοθεί η οδηγία, να διαβάζει ερωτήσεις στους μαθητές, οι οποίες είχαν τέσσερις διαφορετικές απαντήσεις. Στην περίπτωση που ο μαθητής έδινε λανθασμένη απάντηση, ο δάσκαλος πατούσε ένα κουμπί που του έκανε ηλεκτροσόκ και σε κάθε λανθασμένη απάντηση η ένταση του ηλεκτροσόκ αυξανόταν. Στην πραγματικότητα, το ρεύμα από το ηλεκτροσόκ δεν έφτανε ποτέ στον μαθητή- ηθοποιό, ο οποίος προσποιούνταν ότι υπέφερε από το ρεύμα. Έφτανε μέχρι και σε σημείο να εκλιπαρεί τον δάσκαλο να σταματήσει και να χτυπάει τον τοίχο, φωνάζοντας. Η διαδικασία συνεχιζόταν μέχρι ο δάσκαλος να αρνηθεί να συνεχίσει. Στην πραγματικότητα, όμως μόνο 14 από τους 40 δασκάλους ζήτησαν να σταματήσει το πείραμα. Τα αποτελέσματα του πειράματος αναστάτωσαν την κοινότητα των κοινωνικών ψυχολόγων, αφού τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι περισσότεροι «δάσκαλοι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν έως και θανατηφόρο ηλεκτροσόκ πάνω σε κάποιον, μόνο και μόνο επειδή υπάκουαν στους κανόνες του πειράματος.


Η μελέτη του τέρατος

Το 1939 ο λογοθεραπευτής και ψυχολόγος Γουέντελ Τζόνσον με τη βοήθεια μίας φοιτήτριάς του ήθελε να αποδείξει ότι το τραύλισμα ήταν αποτέλεσμα εξωγενών παραγόντων και αποτελεί μία επίκτητη συμπεριφορά που οφείλεται στους επικριτικούς γονείς που συνηθίζουν να κάνουν παρατήρηση στα παιδιά τους ακόμα και για την παραμικρή ατέλεια της ομιλίας τους. Για χάρη του πειράματος ο Τζόνσον επέλεξε 22 ορφανά που δεν είχαν κανένα πρόβλημα με την ομιλία τους, τα οποία χώρισε σε δύο ομάδες. Στην πρώτα ομάδα, τα παιδιά λάμβαναν συνεχώς επαίνους για την ομιλία τους, ακόμα κι αν έκαναν κάποια λάθη, ενώ στην δεύτερη φορά λάμβαναν μονάχα επικρίσεις, αρνητική κριτική και χαρακτηρισμούς όπως «τραυλός», ακόμα κι αν η ομιλία των παιδιών ήταν μια χαρά. Το μόνο που κατάφερε ο Τζόνσον με το πείραμά του ήταν να προκαλέσει σοβαρές ψυχολογικές βλάβες στα παιδιά της δεύτερης ομάδας και όχι το τραύλισμα που επιθυμούσε.


Το πείραμα της φυλακής



Θέλοντας να εξετάσει τις επιπτώσεις που επιφέρει η μετατροπή ενός ατόμου σε φυλακισμένου ή δεσμοφύλακα, η ερευνητική ομάδα του καθηγητή ψυχολογίας του πανεπιστημίου του Στάνφορντ, Φίλιπ Ζιμπάρντο, έκανε το 1971 το λεγόμενο «Πείραμα Φυλάκισης». Για τις ανάγκες του πειράματος επιλέχθηκαν 24 φοιτητές και χωρίστηκαν σε φυλακισμένους και δεσμοφύλακες ώστε να ζήσουν σε μία υποτιθέμενη φυλακή που είχε δημιουργηθεί στο υπόγειο του πανεπιστημίου και διατηρούσε τις ρεαλιστικές συνθήκες μιας πραγματικής φυλακής. Οι φοιτητές που επιλέχθηκαν δεν είχαν ψυχολογική ή ιατρικά προβλήματα και δεν είχαν και ποινικό μητρώο, ενώ οι ρόλοι μοιράστηκαν τυχαία. Οι φυλακισμένοι και οι δεσμοφύλακες δεν άργησαν να μπουν στους ρόλους, αλλά τα αποτελέσματα ήταν πέρα από κάθε πρόβλεψη. Το ένα τρίτο από τους φρουρούς έδειξαν σαδιστικές τάσεις και πολλοί από τους φυλακισμένους τραυματίστηκαν ψυχολογικά. Μετά την κατάρρευση ενός από τους φοιτητές, λόγω των απάνθρωπων συνθηκών που επικρατούσαν στη «φυλακή» και λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς που επέδειξαν οι φύλακες το πείραμα σταμάτησε μετά από μόλις 6 μέρες, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τόσο οι φυλακισμένοι όσο και οι δεσμοφύλακες είχαν ταυτιστεί υπερβολικά με τους ρόλους τους. Το 2001, το πείραμα του Στάνφορντ μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με την ταινία γερμανικής παραγωγής «Das Experiment».


Ο μικρός Άλμπερτ

john watson

Ο Τζον Γουάτσον ήθελε να ερευνήσει εάν ο φόβος είναι ένα συναίσθημα εγγενές ή επίκτητο. Για να εξετάσει αυτή την υπόθεση επέλεξε ένα ορφανό 9 μηνών, τον Άλμπερτ, τον οποίο άφηνε να παίζει με έναν λευκό αρουραίο. Ο αρουραίος δεν τρόμαζε το παιδί και ο Γουάτσον προκειμένου να του προκαλέσει τον φόβο, όποτε το βρέφος έπιανε τον αρουραίο έκανε πίσω από την πλάτη του έναν δυνατό θόρυβο. Όποτε ο Άλμπερτ άκουγε τον θόρυβο, τρόμαζε και ξεσπούσε σε κλάματα. Η διαδικασία συνεχίστηκε για αρκετό καιρό μέχρι που ο Άλμπερτ άρχισε να φοβάται τον αρουραίο και να κλαίει όποτε τον έβλεπε. Σιγά σιγά, το βρέφος άρχισε να αποκτά φόβο για οτιδήποτε μαλλιαρό ή λευκό. Ο μικρός Άλμπερτ δεν κατάφερε να ξεπεράσει ποτέ τον φόβο του.


Το φρεάτιο της απόγνωσης

john watson
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70 ο Χάρι Χάρλοου, θέλοντας να πειραματιστεί με το δεσμό μητέρας- παιδιού, πήρε μικρά μαϊμουδάκια που είχαν ήδη δεθεί με τη μητέρα τους και τα έβαλε μέσα σε ένα φρεάτιο από ανοξείδωτο ατσάλι και τα άφησε εκεί μέσα μόνα τους. Έμειναν κλεισμένα εκεί για πάνω από έναν χρόνο και όταν τελικά τα έβγαλε, μερικά είχαν παρουσιάσει ψύχωση και δεν κατάφεραν να αναρρώσουν ποτέ και δύο από αυτά πέθαναν γιατί αρνούνταν να φάνε. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Χάρλοου ήταν ότι ότι μία ευτυχισμένη παιδική ηλικία και ένας υγιής δεσμός με τη μητέρα δεν μπορεί να προστατεύσει κάποιον από την κατάθλιψη. Πολλοί πιστεύουν ότι το κίνημα υπέρ της προστασίας των ζώων γεννήθηκε ως αποτέλεσμα των ακραίων πειραμάτων που έκανε ο Χάρλοου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος «φρεάτιο της απόγνωσης» δόθηκε από τον ίδιο τον Χάρλοου.


Η περίπτωση του Ντέιβιντ Ρέιμερ

stanley milgram

Το 1965 γεννήθηκε στον Καναδά ο Ντέιβιντ Ρέιμερ. Σε ηλικία 8 μηνών υποβλήθηκε σε περιτομή, αλλά κατά λάθος το πέος του υπέστη έγκαυμα. Τότε, οι γονείς του επισκέφτηκαν τον ψυχολόγο John Money, προκειμένου να ζητήσουν την επαγγελματική του γνώμη σχετικά με το τι να κάνουν. Εκείνος του συμβούλευσε, για να έχει το παιδί μία πιο φυσιολογική ζωή, να το υποβάλλουν σε εγχείρηση αλλαγής φύλου. Εκείνοι συμφώνησαν χωρίς να γνωρίζουν ότι στην πραγματικότητα ο ψυχολόγος ήθελε να κάνει το παιδί πειραματόζωο για να αποδείξει ότι η ανατροφή είναι εκείνη που καθορίζει το φύλο του παιδιού και όχι το φύλο που γεννήθηκε. Ο Ντέιβιντ έκανε ορμονοθεραπεία, εγχείρηση αλλαγής φύλου και μετονομάστηκε σε Μπρέντα. Ο Money χαρακτήρισε το πείραμά του επιτυχές. Παρ' ολ' αυτά μεγαλώνοντας ένιωθε περισσότερο αγόρι παρά κορίτσι, γεγονός που προκάλεσε αναστάστωση στην οικογένειά του με αποτέλεσμα η μητέρα του να έχει αυτοκτονικές τάσεις, ο πατέρας του να γίνει αλκοολικός και ο αδερφός του να παρουσιάσει κατάθλιψη. Τελικά, σε ηλικία 14 ετών, αποφάσισαν να του αποκαλύψουν όλη την αλήθεια και ο ίδιος επέλεξε να γίνει πάλι αγόρι, σταματώντας την ορμονοθεραπεία και ξανακατασκευάζοντας το πέος του. Ο Money δεν δημοσιοποίησε περαιτέρω στοιχεία για την έρευνα, αλλά επέμενε ότι το πείραμά του ήταν επιτυχημένο. Ο Ντέιβιντ αυτοκτόνησε σε ηλικία 38 ετών.


Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Η ιστορία του ασύλου του Denbigh: Έκλειναν τους ασθενείς σε κλουβιά αφού τους έκαναν λοβοτομή









Εικόνες εγκατάλειψης. Παραμορφωμένα κλουβιά, πεσμένες οροφές και πατωματα ετοιμόρροπα. Αυτές είναι οι εικόνες μιας από τις πλέον γνωστές ψυχιατρικές κλινικές στην Ουαλία.
Ο λόγος για το άσυλο Denbigh όπου εκατοντάδες ασθενείς είχαν φυλακιστεί και τους είχε γίνει λοβοτομή.
Το κτήριο είχε πάθει μερική καταστροφή μετά από πυρκαγιά. Εκεί σε περισσότερους από 20 ασθενείς τους είχε γίνει λοβοτομή μεταξύ το 1942 και 1944. Ένας από τους ασθενείς μάλιστα πέθανε από λοβοτομή.
Η διαδικασία άρχισε να γίνεται συστηματικά από το 1930 ως μια υποτιθέμενη θεραπεία για εκείνους που θεωρούνται παράφρονες - αλλά η βάρβαρη πρακτική σταμάτησε δύο δεκαετίες αργότερα, με την εισαγωγή των αντιψυχωσικών φαρμάκων.
Το κάποτε επιβλητικό κτίριο που χτίστηκε το 1848 και σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Thomas Full James έκλεισε οριστικά το 1995.